γάβανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάβανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάβανο τό, Εὔβ. (’Ανδρων. Αὐλωνάρ. Κουρ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) κ.ἀ. gαβανὸ Σάμ. γάβανος ὁ, Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ. Μάλγαρ.) Πόντ. (Νικόπ.) κ.ἀ. γάβανους Λέσβ. κάβανος Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) κάβανους Μακεδ. (Βελβ.) βάβανος Σύμ. γαβανὸς Μακεδ. Σάμ. καβανὸς Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) γάβαλος Κῶς γαβάνα ἡ, Μακεδ. (Νάουσ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) γαβάνη Εὔβ (Κάρυστ.) gαβάνα Μακεδ. καβάνα Μακεδ. βαβάνα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. γάβενον. Πβ. Ἡσύχ. «γάβενα. ὀξύβαφα ἤτοι τρυβλία». ᾿Ιδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 63. Ἡ τοῦ τόνου μετακίνησις εἰς τὸ θηλ. γαβάνα κατὰ τὸ συνών. γαβάθα. Ὁ τύπ. γάβαλος ἐκ συμφύρ. πρὸς τὸ ἀρχ. γαυλός.

Σημασιολογία

1) Πινάκιον, τρυβλίον Θρᾴκ. (Μυριόφ.) 2) Δοχεῖον συνήθως ξύλινον σφαιροειδὲς χρησιμεῦον εἰς ἐναπόθεσιν τροφῶν πρὸς μεταφορὰν Εὔβ. (Ἀνδρων. Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κουρ. Ὅρ.) Θράκ. (Αὐδήμ. Μάλγαρ. Σαμακόβ.) Μακεδ. Πόντ. (’Αμισ. Κοτύωρ. Νικόπ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σάμ. κ.ἀ. 3) Πήλινον ποτήριον Σάμ. 4) Σκάφη ζυμώματος Θρᾴκ. Σύμ. 5) 'Αγγεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἀμέλγουν Κῶς. 6) Εἶδος ξυλίνου ἢ πηλίνου ἀγγείου Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ. 7) Χάλκινον δοχεῖον μέγα, εἰς τὸ ὁποῖον ἐναποθέτουν τροφὴν διὰ τοὺς ἐργάτας Μακεδ. (Νάουσ.) 8) Μέγα ἐνώτιον Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/