ἀρρωγολόγητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρωγολόγητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρρωγολόγητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀρρωλόιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ρωγολογητὸς < ρωγολογῶ = τρώγω τὰς ὡρίμους ρῶγας τοῦ βότρυος χωρὶς νὰ τὸν κόψω. Τὸ ἀρρωλόιστος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀρρωγολόγιστος κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς - ίζω παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κοπεὶς ἀπὸ τοῦ βότρυος πρὸς βρῶσιν: Δὲν ἐφήκασι τῶν ἀθρώπω τὰ κουλούκιˬα σταφύλι ἀρρωλόιστο μέσ᾽ ᾿ς τ᾿ ἀbέλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/