γιˬάμπολη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬάμπολη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬάμπολη ἡ, Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. (Ἰωάνν. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Πάτρ. κ.ἀ.) Σῦρ -Λεξ. Βλαστ., 402 Π. Γενναδ., 226 Μπριγκ. Πρω κ.ἀ. γιˬάbολη Θήρ. γιˬάμπο’ Εὔβ. (Ψαχν.) γιˬάμπουλη ἐνιαχ. γιˬάμπου’ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκην. Ἐράτυρ Καστορ. Κολινδρ. Νάουσ Σιάτ. Χαλκιδ κ.ἀ ) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γιˬαμπού’ Ἤπ. (Κουκούλ.) γιˬάbου’ Θάσ. (Θεολόγ.) Μακεδ. (Σέρρ.) ιˬάbου’ Μακεδ. (Γαλατ.) διˬάμπου’ Λέσβ. (Ἀγιάσ.) ’άμπου’ Μακεδ. (Νάουσ.) φιάμπουλα Ἰων. (Σμύρν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀνόματος τῆς πόλεως Yambol τῆς ΝΑ Βουλγαρίας (Τουρκ. Yambolu ἢ Yamboli). Ἡ λ. καὶεἰς ἔγγρ. τοῦ 1763 (Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἀθην., 3,61).

Σημασιολογία

1) Βαρὺ μάλλινον κλινοσκέπασμα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ἤπ. Ζαγόρ. Ἰωἀνν κ.ἀ.) Θάσ. (Θεολόγ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Μακεδ. (Βόιον Γαλατ. Δρυμ Καστορ. Κολινδρ. Νάουσ. Σέρρ. Σιάτ. Χαλκιδ.): Τὰ γκέμιˬα, οἱ ιˬάbουλις, τοὺ μαξιλάρ’ ιˬὰ τοὺ σαμάρ’, τὰ ζιγκιˬά, ὅλα χαζίρ’κα εἶνι (χαζίρ’κα = ἕτοιμα) Γαλατ. Σήμιρα θὰ φ’λάξου τὶς γιˬάbουλις ’ς τὴ ναφθαλί Σέρρ. Ἡ κινούριˬα μου γιˬάbου’ εἶνι φλουκάτ’ αὐτόθ. Πᾶρι τ᾽ γιˬάbου’ νὰ σκιπαστῇς, ἅμα κρυγιˬώ’ς Θεολόγ || Φρ. Πῆρι πά’ d’ διˬάμπου’ τσὶ διˬάβ’τσι Ἀγιάσ. Συνών βελέντζα, κάππα, κουβέρτα, μαντανία, σάισμα, τσέργα, φλοκάτη, φλοκωτή. 2) Τὸ μέλαν ἐκχύλισμα τῶν ριζῶν τοῦ φυτοῦ Γλυκύρριζα ἡ λεία (Glycyrriza glabra), κοιν. γλυκόρριζα, τῆς οἰκογεν. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae), τὸ ὁποῖον χορηγεῖται. ὐπὸ μορφὴν σακχαροπήκτων (καραμέλες) ὡς μαλακτικὀν, κατευναστικὸν τοῦ βηχὸς Ἀθῆν. Εὔβ. (Ψαχνὴ Θήρ. Ἰων. (Σμυρν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Πάτρ κ.ἀ.) Σῦρ.-Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Π. Γενναδ. ἔνθ’ ἀν. Μπριγκ κ.ἀ.: Καραμέλες τῆς γιˬάμπολης Ἀθῆν. (παλαιότ.) Δὲν πᾷς ᾽κειδὰ ’ς τὸ μαγαζὶ νὰ πάρ’ς καμπόσες γιˬάμπολες, γιˬατ’ λένε ἡ γιˬάμπο’ κἀ” καλὸ ’ς τὸ λαιμὸ Ψαχν. 3) Ποικιλία σταφυλῆς ὁμοιαζούσης πρὸς τὸ Σαββατιανό, ἐκ τῆς ὁποίας παράγεται λευκὸς οἶνος Θεσσ. (Δομοκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/