ἄρρωστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρρωστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄρρωστα ἐπίρρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.

Σημασιολογία

Ἀμελῶς, ραθύμως, ἄνευ ὀρέξεως: Ἄρρωστα ἄρρωστα εὐτάει τὴ δουλείαν ἀτ᾽ (κάμνει τὴν ἐργασίαν του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/