ἀρρωσταρίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρρωσταρίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀρρωσταρίδα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρρωστιˬάρις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδα.

Σημασιολογία

Εἴδη ἐντόμων νυκτοβίων ἐκ τῆς τάξεως τῶν λεπιδοπτέρων (lepidoptera), ἰδίως ἐκ τοῦ γένους τῶν τινεϊδῶν (tineidae) καὶ τῆς φαλαίνης (phalaena). θεωρούμενα ὡς προαγγέλλοντα εἰς τὴν οἰκίαν εἰς τὴν ὁποίαν εἰσέρχονται ἢ νόσον ἢ τοὐναντίον καλὰς εἰδήσεις. Συνών. ἀρρωστολόγος, ἀρρωστόμυιγα, δαμάλι, θερμασιˬά, καντηλοσβέστης, μουσαφίρης, παροξυσμός, ταξιδιˬάρις. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/