γιˬαναστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαναστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαναστίζω Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. γιˬαναστίζου Θρᾴκ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Ἄσσηρ.) γιˬαναστῶ Ἰκαρ. γιανιστίζω Χίος. γιˬαναστεύω Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yanasmak = πλησιάζω. Ὁ τύπ. γιαναστεύω κατὰ τὸ συνών. κοντεύω καὶ τὸ ἀντών. ἀλλαργεύω.

Σημασιολογία

1) Πλησιάζω ἔνθ’ ἀν.: Ἐγιˬανάστησεν gονdά Ρόδ. Τόμ’ γιˬανάστ’σε ’ς τὴ σκάλα, πἠδ’ξε ὄξω (τόμ’ = τόμου = ὅταν) Τσακίλ. Εἰχαμε τὸ καΐκι γιˬαναστημένο ἐκεῖ ᾿ς τὸ πέρα μουράγιˬο Ἰκαρ Ἀνάμενε κιˬ ἀνάμενε, ὥς τὸ βράδυ ἐγιˬανάστησεν Μεγίστ. Πηγαίνουν τὰ ἐλάφιˬα κὶ γιˬαναστίζουν νὰ τὴν παρταλιˬάσουν· τίπουτα δὲν ἄφ’ σαν (παρταλιˬάσουν = κομματιάσουν, κατασπαράξουν) Θρᾴκ. || ᾌσμ. Καὶ ἐσωρεύτηκαν πολλοὶ ’ς τοῦ ἄρκου τὸ κονάκι καὶ τὸν ἐκαρτερούσασιν ποῖον θέλει νὰ προστάξῃ, ποίου νὰ τοῦ δώσῃ θέλημα καὶ ποῖον νὰ διορίσῃ καὶ ’ς ποῖον ἄρκοντα κοντὰ νὰ πα’ νὰ γιˬαναστήσῃ (ἄρκου = ἄρχοντος) Κύπρ. Ἁμ’ πὼς ἐγιˬαναστέψανε ’ς τῆς ἐκκλησιˬᾶς τὴν πόρτα, -Ἄμ’, Ἀρετή, ᾿ς τὸ σπίτι μας, νὰ ’μπῶ νὰ προσκυνήσω Χίος. β) Ἐπὶ πλοίου, πλευρίζω Χίος. γ) Προσαρμόζω Ἴμβρ.: Δὲ γιˬαναστίζ’ς ’ς τοὺ χαρανὶ τοὺ καπά’; (χαρανὶ = χαλκίνη χύτρα). Καὶ ἀμτβ., συμφωνῶ μετά τινος Ἴμβρ.: Δὲ γιˬαναστίζουμι (δὲν συμφωνοῦμεν ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα, δὲν ταιριˬάζουμε). 2) Ἐπιχειρῶ τι, ἐπιλαμβάνομαί τινος Θρᾴκ. (Τσακίλ.): Γιˬανάστ’σαμε καὶ οἱ δυˬὸ μὲ τὰ φανάριˬα, μάνε μάνε τὸ σώσαμε (πέσαμε καὶ οἱ δύο εἰς τὸ ἔργον... καὶ γρήγορα γρήγορα τὸ τελειώσαμε). Καὶ μετβ. μεταφ. Τόνε γιˬανάστ’σε ’ς τὸ ξύλο (τὸν ἔδειρε ἀγρίως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/