γιˬανέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬανέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬανέσκω Πόντ (Ἰνέπ. Σινώπ.) γιˬανέτσω Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀορ. ἔγιˬανα τοῦ ρ. γιˬαίνω καὶ τἤς παραγ. καταλ. -έσκω, παρὰ τὴν ὁποίαν καὶ -έτσω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀλαφρυνέσκω, ἄρχοντυνέσκω, μεινέσκω κλπ.
Σημασιολογία
1) Θεραπεὐω τινὰ Σινώπ 2) Καθίσταμαι ὑγιής, θεραπεύομαι ἔνθ’ ἀν.: Ὁ πονούμενος ᾿ξώρας γιˬανέτσει (ὁ ἀλγῶν, σωματικῶς καὶ ψυχικῶς, ἀργά, μετὰ παρέλευσιν χρόνου, θεραπεύεται) Ἰνέπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA