ἀρρωστάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρρωστάρις ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀρρουστάρι Καλαβρ. (Μπόβ.) Θηλ. ἀρρωσταρεˬὰ Κρήτ. Μεγίστ. ἀρρωσταρὲ Κρήτ. ἀρρωσταρὰ Κάρπ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - άρις.
Σημασιολογία
Ἀσθενἡς ἔνθ’ ἀν.: ’Ποξανοίγω τὀν ἀρρωστάρι ἴσως καὶ ν’ ἀναdρανίσῃ (περιποιοῦμαι τὸν ἀσθενῆ ἴσως καὶ ἀναλάβῃ) Κρήτ. Κάνω τὴν ἀρρωσταρὰ αὐτόθ. Ἀρρωσταρά ’ναι ἡ γυναῖκα dου κ᾿ ἤπεσε ᾿ς τὸ κρεββάτι αὐτόθ. Δυˬὸ μῆνες ἐδὰ ’ν’ἀρρωσταρὲ αὐτοθ. Εἶναι ἀρρωστάρικο τὸ κωπέλλι καὶ πάει ᾿ς τὸ γιˬατρὸ αὐτόθ. ||ᾌσμ. Ἀπὸ τὰ Μούλιˬα μίσεψε κ᾿ ἤτονε καβαλλάρις, τὸ Κοκολάκι τ᾽ ἀκλουθᾷ, γιˬατί ’ταν ἀρρωστάρις Κρήτ. Νὰ ζῇς κ’ ἐσὺ κιˬ ὁ μαῦρος σου, ἀρρωσταρά ’ναι Μάγδα Κάρπ. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Α 2047 «τὸν ἀρρωστάριν ἤκαμε κι ὁ κύρις τὸ πιστεύγει» καὶ Ε 900 «ἤκατσα νὰ ξεκουραστῶ σιμὰ ᾿ς τὸ κουτσουνάρι, | ὅντε ᾿γροικῶ ἀναστεναμὸ καὶ μύσμα τ᾽ ἀρρωστάρι». Συνών. ἀγγελιˬάρις, αἰτιˬάρις 1, ἀρρωστάρικος, ἀρρωστᾶς 1, ἀρρωστημένος (ἰδ. ἀρρωστῶ), ἀρρωστιˬάρικος, ἀρρωστιˬάρις 1, ἄρρωστος 1, ἀρρώστουλεˬάρις, ἀστενιˬάρις, κακᾶς, ξαγγελιˬάρις, παραγγελιˬάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA