γιˬανίκαρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬανίκαρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬανίκαρας ὁ, Πόντ. (Τραπ.) γιˬανίγαρας Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿ανίγαρας Καππ (Σινασσ.) Ποντ. (Κερασ. Χαλδ.) ’ανίγαρος Ποντ (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Εἶδος θανατηφόρου νόσου, κατὰ τὴν ὁποίαν μέρος τοῦ σώματος μαυρίζει, ἴσως ἡ πανώλης Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.): Νὰ τρώῃ σε ὁ γουρζουλᾶς κιˬ ὁ μαῦρον ὁ γιˬανίκαρας! (γουρζουλᾶς = προσωποποίησις τῆς πανώλους, ἡ ὁποία τρέπει εἰς φυγὴν τοὺς ἀνθρώπους, περιερχομένη τὰ χωρία μὲ «νταούλιˬα» καὶ «ζουρνᾶδες», κατὰ τὴν λαϊκὴν πίστιν· ἀρὰ) Τραπ. ’Ανίγαρας ἀπέσ’-ι-σ’! (= μέσα σου· ἀρὰ συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κερασ ᾿Ανίγαρος νὰ παίρῃ σε! (ἀρὰ συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. 2) Ἕλκος τοῦ στομάχου Ἴμερ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA