γιˬανίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬανίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬανίσκω Α. Ρουμελ (Καρ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Βιζ. Ἐπιβάτ. Λαγοθῆρ. Μέτρ. Σαμακόβ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ Σκοπ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Βιθυν. (Ἀπολλων.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Φάρασ.) Κύπρ. (Μεσαρ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Προπ (Ἀρτάκ. Μαρμαρ. Πάνορμ.) κ.ἀ. γιˬανίσκου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ Αἶν. Μαρών. Πυργ.) Μακεδ. (Ἄσωρ. Δρυμ. Νέο Σούλ.) γιˬανίκω Καππ. (Ἀραβάν.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬανίσκου Μακεδ. (Καστορ.) γιˬαινίσκω Θρᾴκ. (Μέτρ.) Μέσ γιˬανίκουμαι Καππ. (Ἀραβάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ τοῦ ἀορ. ἔγιˬανα τοῦ ρ. γιˬαίνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίσκω, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1,299-300. Ὁ σχηματισμὸς ἤδη Βυζαντ.: Δουκάγγ. (λ. γιˬαίνειν) «ὶατρεύει ἤγουν γιˬανίσκει. Ἰατρεύουσιν, γιανίσκουσιν». Ὁ τύπ. γιˬαινίσκω ἐκ συμφύρ. τὥν συνων. ρ. γιˬαίνω καὶ γιˬανίσκω Ὁ τύπ. γιˬανίκουμαι κατὰ τὸ συνών. μέσ γιˬατρεύομαι, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. γιˬατρεύω.

Σημασιολογία

1) Μετβ., ἰατρεύω, θεραπεύω τινὰ Βιθυν. (Ἀπολλων.) Θρᾴκ. (Αἶν. Πύργ. Σαρεκκλ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλατ Σινασσ. Φάρασ.) Κύπρ. Λυκαον. (Σίλ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ Καστορ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ. Καλὸς γιˬατρός! Γιˬανίσκει τὴλ-λέπραμ ταὶ οὕλ-λες τὲς ἀρρώσκιˬες Κύπρ. Οὕλ-λοι οἱ ἁΐοι νά ’ρτουν, ᾽ὲν τὸν γιˬανίσκουν αὐτόθ. ’Σ τὴ μνήμη του ἔκανε θάματα πολλά, γιˬάνισκε τὸ gόσμο (ἐνν. ὁ ἅγιος Ἰωάννης, μὲ τὸ ἁγίασμά του) Ἀπολλων 2) Ἀμτβ., ἰατρεύομαι, θεραπεύομαι Α. Ρουμελ. (Καρ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Βιζ. Ἐπιβάτ. Λαγοθῆρ. Μαρών. Μέτρ. Πέργ. Σαμοκόβ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκοπ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Καστορ. Χαλκιδ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μαρμαρ. Πάνορμ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) κ.ἀ. Αὐτός, ὅπους κατάντησε, δὲ γιˬανίσ’ πιὰ Μαρών. Ὅταν κόψῃς τὸ δάχτυλο, βάζεις ἓνα παννάκι μὲ λίγο σπαθόλαδο καὶ γιˬανίσκει (σπαθόλαδο = σπαθόχορτον, τὸ ὁποῖον ἀφοῦ τὸ ἐβάπτισαν ἐντὸς ὑαλίνου δοχείου περιέχοντος ἔλαιον ἐπωμάτισαν τὸ δοχεῖον καὶ τὸ ἑξέθεσαν εἰς τὸν ἥλιον) Σαρεκκλ. Ἄρκεψε τώρα νὰ γιˬανίσ’ Τσακίλ. Κάνουμ’ τὸν ἄρρωστο ἀρρωστικὸ καὶ γιˬανίσκει (παρασκευάζομεν καὶ δίδομεν εἰς τὸν ἀσθενῆ φάρμακον, γιˬατρικό, καὶ γίνεται καλά, θεραπεύεται) Σκοπ. Ὅdε γ-ἤπινε ὁ ἄρρωστος ’π’ αὐτὸ τὸ ζουμί, γιˬάνισκε αὐτόθ. Τὸ πατημένο παιδὶ οὔτε γιˬανίσ’ οὔτε πεθαίν’ Σηλυβρ. Ὅπο͜ιος εἶχε θέρμη πλενόταν καὶ ἄφινε ἕνα κουρέλι (εἰς τὸ ἁγίασμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου) καὶ γιˬάνισκε Λαγοθῆρ. Ἄν εἴχαμε θερμασά, πηγαίναμε ’ς τὸν Ἅι-Γιˬάννη καὶ περιχιˬούμαστε μὲ ἁγίασμα καὶ γιˬανίσκαμε (θερμασὰ = ἑλονοσία) Μέτρ. Ὅταν ἔφερναν πιˬασμένοι (εἰς τὸ ἁγίασμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου), ἅμα κάθ’νταν σαράντα μἑρες, γιˬαίνισκαν αὐτὀθ. Ὅ,τι εἶχαν τὰ παιδιˬά, ἦdα ἡ θωριά τους χαλασμένη, πήαιναν τὴν αὐγὴ καὶ γιˬανίσκανε Μαρμαρ. Τούτ’ ἡ ἀρρώσκιˬα πὄει ᾿ὲγ-γιανίσκει ποτ-τέ της Κύπρ. Ταὶ νὰ πῇς πὼς ἄμ-μέφ-φάῃς γάλαν τῆς λιˬοντάρας, ’ὲγ-γιˬανίσκεις Κύπρ. (Μεσαρ.) Δὲ γιˬανίκα ἁ πληγὰ (δὲν θεραπεύεται ἡ πληγὴ (Χαβουτσ.) || Ἡ κακιὰ πληγὴ γιˬανίσκει, μὰ ὁ κακὸς ὁ λόγος ’πεμ’νίσκει (= ἀπομένει· ἡ γενομένη προσβολὴ οὐδέποτε ἐξαλείφεται) Βιζ. || ᾌσμ. Ἔβραζα καὶ κρυάνισκα καὶ κάποτε πεθάνισκα· ὕστερα πάλε γιˬάνισκα, γιὰ κείνην ἐπελ-λάνισκα (ἐπελ-λάνισκα = ἐτρελλαινόμουν) Κύπρ. Μπαίν-νουγ-γιˬατροί, φκαίν-νουγ-γιˬατροὶ ταὶ πάλε ’ὲγ-γιˬανίσκει αὐτόθ. Ἀλλοίμονον. οἱ ὄμορφες νὰ μὲν ἐπεθανίσκαν, νά ’ταν ποὺ ν᾽ἁρρωστούσασιν ταὶ πάλε νὰ γιˬανίσκαν αὐτὀθ. Τότι, Θύμιˬου μ’, γιˬατρεύισι, τότι, Θύμιου μ’, γιˬανίσκεις Χαλκιδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/