γάβρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάβρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάβρος ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Μάν. Τρίκκ.) κ.ἀ. γάβρους Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) κ.ἀ. γράβους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Λεπεν.) κ.ἀ. γράβος Ἤπ. (Ἄρτ.) gάβρους Μακεδ. Πληθ. gάβρα Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἡ λ. συγγενὴς πρὸς τὸ γράβιον, γράβδιον καὶ γραῦς. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 6 (1923) 210.

Σημασιολογία

Δένδρα δασικὰ τῆς τάξεως τῶν κυπελλοφόρων (cupulliferae), οἷον ὄστρυα ἡ ζυγιόφυλλος (ostrya carpinifolia), συνών. κάρπινος, μελιˬόγαβρος, σκυλλόγαβρος, ζυγία ἡ σημύδα (carpinus betalus), συνών. ἀγριοτσουκνίδα, καὶ ζυγία ἡ δίξιφος (carpinus duinensis): Παροιμ. φρ. ᾽Απ’τοὺ γάβρου κράνα (ἐπὶ ἀνικάνου μὴ δυναμένου νὰ κατορθώσῃ τι ὡς ὁ γάβρος δὲν ἀποδίδει καρπὸν) Μακεδ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γάβρος τοπων. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ.) Γάβρους Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/