ἀνεβοκατέβασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβοκατέβασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεβοκατέβασμα τό, κοιν. ἀνιβουκατέβασμα Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεβοκατεβαίνω.

Σημασιολογία

1) Ἀνεβοκατεβασίδι, ὃ ἰδ., κοιν. : Τ᾿ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ βουνοῦ. Κουράστηκα σήμερα ἀπὸ τ᾽ ἀνεβοκατεβάσματα τῆς σκάλας κοιν. Τ᾽ ἀνεβοκατεβάσματα τῶν καλικαντζάρων (ἡ διὰ τῆς καπνοδόχου ἄνοδος καὶ κάθοδός των) Κύθν. ǁ Φρ. Τῆς τύχης τ’ ἀνεβοκατεβάσματα (αἱ μεταβολαὶ) Λεξ. Δημητρ. β) Αἱ συχναὶ ἐπισκέψεις κοιν.: Δὲ μ᾽ ἀρέσουν τ᾽ ἀνεβοκατεβάσματα τοῦ δεῖνα. 2) Ἀνύψωσις καὶ κατάπτωσις, ἡ πρὸς τὰ ἄνω καὶ κάτω κίνησις ΚΠαρορ. Τὸ μεγάλ. παιδ. 194: Τὸ ἀνεβοκατέβασμα τοῦ στήθους. 3) Διαδοχικὴ ὑπερτίμησις καὶ ὑποτίμησις τῆς ἀξίας πράγματός τινος ᾿Αθῆν.: Τ᾿ ἀνεβακατέβασμα τῆς λίρας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/