ἀνέγκαιρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέγκαιρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέγκαιρος ἐπίθ. Ἤπ. ἀνίγκαιρος Ἤπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἔγκαιρος

Σημασιολογία

1) Πρόσφατος : Ἀνέγκαιρος θάνατος. ᾿Ανέγκαιρη λύπη. 2) Ὁ μήπω χρησιμοποιηθείς, καινουργής : Ἀνέγκαιρο φόρεμα. Συνών. ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀνέγλυτος 3, ἀφόρετος, καινούργιˬος

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/