ἀρρωστικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρρωστικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρρωστικὸ τό, ἀρρωστικὸν Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀρρωστικὸ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) ἀρρωστ’κὸ Ἤπ. ἀρρουστικὸ Εὔβ. Θρᾴκ. Μακεδ. ἀρρουστ᾽κὸ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄρρωστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικό, δι᾽ ἣν ἰδ. -ικός.
Σημασιολογία
1) Φάρμακον διδόμενον εἰς ἀσθενῆ Θρᾴκ. (Σκοπ.) Μακεδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Κερασ.) 2) Ἔδεσμα, γλύκυσμα, ὀπωρικὸν καὶ ἐν γένει πᾶν ἄλλο ἐδώδιμον. συνήθως σπάνιον, ζητούμενον ὑπὸ τοῦ ἀσθενοῦς ἣ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἀναρρώσεως πολλαχ. καὶ Ποντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Νὰ dὸ gάνουμ’ κἄν ἀρρωστικὸ τὸν ἄρρωστο (κἄν=κανένα) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Δῶ με ἕνα μῆλο νὰ τό 'χω γιˬὰ ἀρρωστικὀ Ἤπ. Τίπο ἀρρωστικά θέλεις; (τίπο=τίποτε) Ὄφ. Τιδὲν ἀρρωστικὸν ’κ’ εὑρήκω νὰ δίγω ᾽ς σὸ παιδί μ’ (δὲν εὑρίσκω τίποτε ἀρ. νὰ δώσω εἰς τὸ παιδί μου) Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἀρρωστικὀ σὲ ζητῶ (σὲ ζητῶ ὡς ἐὰν ἐζήτουν ἀρρωστικό. Εἰρων. πρὸς ἐκεῖνον πρὸς τὸν ὁποῖον αἰσθανόμεθα ἀηδίαν) Κρήτ. || Παροιμ. Ὁπόταν ποίς με κιˬ ἀρρωστῶ, τ᾿ ἀρρωστικά σ᾿ ᾿κὶ θέλω (ὅταν μὲ κάμνῃς ν᾿ ἀρρωστήσω, δὲν θέλω τὰ ὰρρωστικά σου. Δυσαρεστεῖται τις ἀκούων λόγους παραμυθητικοὺς παρὰ τοῦ αἰτίου τῆς συμφορᾶς του) Κερασ. || ᾌσμ. Ἔχου-ν-ἄντρα κ᾿ εἶν᾿ ἄρρουστους τώρᾳ δώδικα χρόνια κὶ μοῦ γυρεύ’ ἀρρουστικὰ ᾿ς τοὺν κόσμου δὲν τὰ βρίσκου, γυρεύ’ ἀπὸ λαγὸ τυρὶ κιˬ ἀπ’ ἀγριγίδι γάλα Εὔβ. Ξένος ᾿ς τά ξένα ἐρρώστεσεν χρόνον καὶ πέντε ᾿μέρας κι ἀρρωστικὰ ψαλάφεσεν ντὸ ’κ᾿ εἶν᾿, ντὸ ’κ’ εὐρισκοῦνταν, ἀγρӧλαφίτσας ᾽ξύγαλαν, ἀγρӧπροβάτου γάλαν Κερασ. Ἡ τρυγόνα μ᾿ ἐρρώστεσεν μὲ τ᾿ ἔμορφα τὰ κάλλ, ἀρρωστικὰ θὰ φέρ’ ἀτεν καὶ Γιˬάφας πορτοκάλ (τρυγόνα=φίλη, ἐρωμένη) Κρώμν. Συνών ξαρρωστικό, ξορέξι. 3) Ἡ εἰς τὸν νοσηλεύοντα ἰατρὸν διδομένη ἀμοιβή, τὰ ἴατρα Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA