γαγγλαδιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαγγλαδιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαγγλαδˬιάζω ἀμάρτ. γαγλαδιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαγγλάδα.
Σημασιολογία
Συστρέφομαι: Μός ἤφαε τὴ bάλα, ἐγαγλάδιˬασε κ᾽ ἤπεσε χάμαι (μός=μόλις).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA