ἀνείπωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνείπωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνείπωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἄε͜ιπωτος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τριφυλ.) ἄπωτος Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *εἴπωτός παρὰ τὸ εἶπα ἀορ. τοῦ ρ. λέγω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ λεχθείς, ἄρρητος σύνηθ.: Αὐτὸ εἶναι ἀνείπωτο. Λόγιˬα ἀνείπωτα. Κουβέντες ἀνείπωτες σύνηθ. Αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἄε͜ιπωτος Τριφυλ. Ἔχομε πολλὰ ἄειπωτα αὐτόθ. ǁ ᾎσμ. ᾿Ακόμα ὁ λόγος ἄπωτος κιˬ ἀκόμα λόγος ἦdαν Ἀρκαδ. Συνών. ἀναχάσκιστος, ἀντίθ. εἰπωμένος (ἰδ. λέγω). 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ λεχθῇ, ἀνέκφραστος, ἐπὶ καλοῦ καὶ κακοῦ πολλαχ.: Παρατήρησε μὲ ἀνείπωτη χαρὰ ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 34. Ἀνείπωτες συφορὲς Λεξ. Πρω. Ἤτανε κἄτι ἀφάνταστο κιˬ ἀνείπωτο ἡ τρεχάλα τους ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 40. Ἀνείπωτες ὀμορφάδες ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 160 ǁ Φρ. Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τ᾽ ἀνείπωτα (ἐπὶ αἰσχροῦ) Πελοπν. (Κορινθ)-Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/