γαγγλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαγγλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαγγλάζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σινώπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. γαγγλίον. ᾽Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αρχ. Πόντ. 17 (1952) 56-7.
Σημασιολογία
1) Ὑφίσταμαι, παθαίνω συστροφὴν τῶν νεύρων Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.): ᾿Εγάγγλαξεν τὸ έριˬ μ᾿. β) Ὑφίσταμαι κόπωσιν εἰς τοὺς κινητηρίους μῦς καὶ δυσκολεύομαι νὰ κινηθῶ Πόντ. (Κοτύωρ.) 2) Ὑφίσταμαι ἐξάρθρωσιν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.): ’Εζαροπάτεσα κ᾿ ἐγάγγλαξεν τὸ ποδάρι μ᾿ Κοτύωρ. Συνών. ἀπογαγγλάζω 1, *γαγγλιˬάζω 3. ΙΙΙ) Αἰσθάνομαι κνησμόν, φαγούραν Πόντ. (Σινώπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA