ἀνέκαθεν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέκαθεν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνέκαθεν ἐπίρρ. λόγ κοιν. ἀνέκαθε Ἄνδρ. (Κόρθ.) κ. ἀ. ἀνέκατα Θεσσ. (Καλαμπάκ.)

Ετυμολογία

Τὸ άρχ. ἑπίρρ. ἀνέκαθεν.

Σημασιολογία

Παλαιόθεν, ἀπὸ μακροῦ χρόνου, συνήθως ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τῆς προθ. ἀπό : Αὐτὸ γίνεται ἀνέκαθεν. Τὸν ξέρω ἀπ᾽ ἀνέκαθεν κοιν. Ἐδῶ εἶναι προσκύνισμα ἀπὸ ἀνέκαθε (προσκύνισμα= ἐκκλησία) Κόρθ. ᾿Απ᾿ ἀνέκατα ᾽πουβαστάει ὅπλου (ὁπλοφορεῖ) Καλαμπάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/