ἀνεκτίμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεκτίμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεκτίμητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀνεχτίμητος σύνηθ. ἀκτίμητος Τῆν. κ. ἀ. ἀχτίμητος Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Τριφυλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ἐπιθ. *ἐκτιμητὸς < ἐκτιμῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἐκτιμηθῇ ὅσον ἀξίζει, δ ἀνυπολογίστου ἀξίας, πολύτιμος λόγ. κοιν. : Ἀνεκτίμητος ἀνθρωπος-φίλος κοιν. Ἀνεχτίμητο πρᾶμα σύνηθ. ’Ακτίμητο ζῷο ἡ ἀγελάδα μ᾿ Τῆν. 2) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ὑπολογισθῇ κατὰ ποσότητα, ἄφθονος, πολὺς Πελοπν. (Τριφυλ.) : Ἀχτίμητο πλοῦτος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναρίθμητος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA