ἀνελίσσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνελίσσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνελίσσω Κρήτ. Ρόδ. ἀναλίσσω Κρήτ. ᾿νελίσσω Ρόδ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνελίσσω.
Σημασιολογία
Ἐκτυλίσσων νῆμα ἐκ τῆς ἀτράκτου μεταφέρω εἰς τὸ τυλιγάδι ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Μετάξι κλώθει κιˬ ἀναλεῖ καἱ σύρμα μασουρίζει, εἰς τσ᾽ οὐρανοὺς τὸ διˬάζεται, ᾽ς τσοὶ κάμπους τ᾿ ἀναλίσσει Κρήτ. Συνών. ἀναλύω Α5, ἀναχύνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA