ἀχώνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχώνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχώνευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀχώνευτε Τσακων. ἀχώνευος Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀχώνευτος. Τὸ ἀχώνευος ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος χωνεύω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ τακείς, ὁ μὴ ἐλαττωθεὶς κατ’ ὄγκον κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ἀχώνευτη κοπριˬὰ-φωτιˬὰ κττ. Ἀχώνευτα κάρβουνα κοιν. Ἀχώνευτον ἅψιμον (πυρὰ) Οἰν. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἠσύχ. «ἀχώνευτον• ἄκαυστον». 2) Ἄπεπτος, ἐπὶ φαγητοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Μένει τὸ φαεῖ ᾿ς τὀ στομάχι του ἀχώνευτο. Ὅ,τι τρώει τὸ βγάζει ἀχώνευτο κοιν. 3) Δύσπεπτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Γνωμ. Τὸ χταπόδι χωρὶς κρασὶ εἶναι ἀχώνευτο σύνηθ. Β) Μεταφ. 1) 'Επαχθής, ἀνυπόφορος, ἀβάστακτος κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀχώνευτος ἄνθρωπος. Ἀχώνευτη γυναῖκα. Ἀχώνευτοι τρόποι. Λόγια-φερσίματα ἀχώνευτα κοιν. Ὁ θάνατός του εἶναι ἀχώνευτο πρᾶμα Ἄνδρ. || Φρ. Σώπα, γιατὶ δὲ χωνεύω τ᾿ ἀχώνευτα (πρὸς τὸν λέγοντα ἀνοησίας) Ἀθῆν. 2) Ἀσυγχώρητος πολλαχ.: Αὐτὸ ποῦ ἔκανες εἶναι ἀχώνευτο. 3) Ὁ μὴ κατανοηθεὶς ἐπαρκῶς Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀχώνευτο μάθημα Λεξ. Πρω. Ἀπ᾽ ὅσα ξέρει τὰ πεˬὸ πολλὰ τά ’χει ἀχώνευτα Λεξ. Δημητρ. Πβ. ἀχώνιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA