ἀνέλπιδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέλπιδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνέλπιδος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Πεντασσύλλ. -130 Λεξ. Βλαστ. Πρω (λ. ἄνελπις) ἀνόλπιδος Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ οὐσ ἐλπίδα.
Σημασιολογία
1) ᾿Απροσδὀκητος Μυκ.-Λεξ. Βλαστ. Πρω. : ᾿Ανόλπιδο κακὸ Μύκ. Συνών. ἀδόκητος1. ἀκαρτέρητος 3, ἀνανάμενος 1, ἀναπάντεχος 1, *ἀναπέλπιστος͵ ἀναρίθμητος 3, ἀνέλπιστος 1, ξαφνικός. 2) Ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, ὁ ἄπελπις ΚΠαλαμ. ἔνθ’ἀν.: Ποίημ. Χτυπάει κιˬ αὐτὸς τὰ χέριˬα, ἀνέλπιδος ἀναστενάζει…. Συνών ἀπελπισμένος (ἰδ. ἀπελπίζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA