ἀνέλπιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέλπιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνέλπιστα ἐπιρρ. κοιν. ἀνέρπιστα Κυπρ Μῆλ. ἀνόλπιστα Ἤπ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Δημητρ. ἀνόρπιστα Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνέλπιστος. Ὅτι ἡ λ. παλαιά, μαρτυρεῖ ὁ τύπ. ἀνόλπιστα, ὅστις εἶναι καὶ μεσν. Πβ. Διήγ.Διγεν στ. 2920 (ἔκδ. SLamros σ. 229) «τὸν Διγενῆ ἀνόλπιστα εὐθὺς εἶδεν ὀμπρός της». Τὸ ἀνόρπιστα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Παρ᾿ ἐλπίδα, ἀπροσδοκήτως: ᾿Ανέλπιστα μᾶς ἦρθε. ᾿Ανέλπιστα ἔφυγε κοιν. ǁ Φρ. Ἅρπα τιˬ ἀνόρπιστα (αἴφνης καὶ παρ’ ἐλπίδα) Κύπρ. ǁ ᾎσμ. Μ᾽ ἐπότισες ἀνόρπιστα τοῦ κόσμου τὸ φαρμάτι Κυπρ. Ποιήμ. Γνωρίζει ἀνέλπιστα παλα͜ιὸ λημέρι, τὴ βρύσι ἐξάνοιξε πὄτρεχε ᾿κεῖ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,174 Ἀνέλπιστα γυρνᾷ τῆς τύχης ὀ τροχὸς ΓΒιζυην. ἐν ᾽Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 42.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA