ἀνέμη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέμη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνέμη ἡ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Τσακων. ἀνέμ’ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀνέμη.

Σημασιολογία

1) Ὄργανον τῆς ταλασιουργίας, ἐκ τοῦ ὁποίου στρεφομένου περὶ κάθετον ἄξονα ἐξελίσσεται τὸ νῆμα καὶ τυλίσσεται εἰς μασούρια εἴτε εἰς κουβάρια κοιν.: Φρ. Γυρίζει σὰν τὴν ἀνέμη (ἐπὶ ἀεικινήτου) πολλαχ. Λόγιˬα τῆς ἀνέμης (φλυαρίαι) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ǁ ᾊσμ. Κόκκινη κλωστὴ δεμένη, | ’ς τὴν ἀνέμη τυλιγμένη, δῶσ’ του μπάτσο νὰ γυρίσῃ, | παραμύθι ν᾽ ἀρχινίσῃ (ἀρχὴ τῶν παραμυθ.) πολλαχ. Ἀνεμοστάτης θὰ γενῶ κιˬ ἀνέμη νὰ γυρίζω κ’ ἕν᾿ ἀνεμούρι ὁλόχρυσο γιˬὰ νὰ σὲ περ᾽γυρίζω Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις 286 (ἔκδ. Wagner σ. 74) «ὡσὰν ἀνέμην καὶ τροχόν, σὰν μύλον τὸν γυρίζει». Συνών. *ἀνέμι (ΙΙ), ἀνεμίδα (ΙΙ), ἀνεμίδι (ΙΙΙ) Ι, ἀνεμοδούρα. 2) Τὸ ὄργανον εἰς τὸ ὁποῖον περιελίσσεταιτὸ ἐκ τῶν βομβυκίων ἐξαγόμενον νῆμα τῆς μετάξης Κρήτ. 3) Ὁ τοῦ φρέατος μετάλλινος ἢ ξύλινος κύλινδρος, ἐφ’ οὗ περιστρεφομένου τυλίσσεται τὸ σχοινίον τοῦ κάδου διὰ τοῦ ὁποίου ἀντλεῖται τὸ ὕδωρ Χίος-Λεξ. ’Ελευθερουδ. 4) Ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ἐκκοκκίζεται ὁ βάμβαξ Σαμ. 5) Βαροῦλκον διὰ τοῦ ὁποίου συνάζουν τὸ σχοινίον ὅταν ἕλκουν βάρη Δαρδαν.Θήρ.-ΑΣακελλαρ. ᾿Εγχειρ. ἀρμενιστ. 399. 6) Ἡ συσκευὴ τῶν κάδων, διὰ τῆς ὁποίας ἀνέλκεται ἐκ τοῦ φρέατος ὕδωρ Θεσσ. Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Μακεδ (Θεσσαλον.) κ. ἀ. 7) Ὁ τροχὸς τοῦ ὑδρομύλου Θρᾴκ. (Λιμνίσκ. Μυριόφ.) Συνων φτερωτή . 8) Τὰ ἱστία τοῦ ἀνεμομύλου 'Ιων. (Καράμπ. Σμύρν.) 9) Ἐργαλεῖον τοῦ ἐλαιοτριβείου Ζακ. 10) Ὄργανον τοῦ βυρσοδεψείου, διὰ τοῦ ὁποίου περιστρεφομένου μετατίθενται τὰ ἐντὸς τῆς ἀσβέστου δέρματα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς λάκκου εἰς τὸν ἄλλον πολλαχ. 11) Δίκτυον θυλακοειδές, διὰ τοῦ ὁποίου ἁλιεύονται ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς θαλάσσης παντὸς εἴδους θαλασσινὰ ΚΜπαστ. ᾿Αλιευτ. 99. 12) Κομβίον τῶν ἐσωρούχων ἀπὸ ὀστοῦν ἢ πάσταν Κεφαλλ.: Ἔρραψα ’ς τὸ βρακὶ μιˬὰ ἀνέμη. ǁ Φρ. Ὅdες δὲν ἔχῃ λεφτά, παίζει μὲ ἀνέμη. 13) Ὁ στῦλος ὁ ὁποῖος ὑψοῦται ἀπὸ τὸ ταβάνι, ἤτοι τὴν ὀροφὴν, πρὸς τὴν κορυφαίαν δοκὸν τῆς στέγης ὁμοῦ μετὰ τῶν δευτερευόντων πλαγίων στύλων ἀπὸ τῆς αὐτῆς βάσεως καὶ πρὸς τὴν αὐτὴν διεύθυνσιν Πελοπν (Μεσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/