ἀνεμίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεμίδα ἡ, (Ι) Κύθηρ. Μέγαρ. Σαλαμ. ἀνιμίδα Β. Εὔβ. Θεσσ Σάμ. ἀνεμία Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνεμίδι (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Λεπτοτάτη βροχὴ μόλις διακρινομένη Σάμ.: Φρ. Ἀνιμίδα νιρό δὲν ἔχου (οὐδ᾽ ἐλαχίστην ποσότητα). 2) Ὁ φλοιὸς τῶν κόκκων τῶν σιτηρῶν, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ λίχνισμα παρασύρεται ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Θεσσ. Κύθηρ. Μεγαρ Σαλαμ. : ᾿Ελίχνισα τὸ gαρπὸ ἀπὸ τὴν ἀνεμίδα Κύθηρ. β) Μετων. ἐλαφρότατος, κουφότατος Β.Εὔβ.: Αὐτὸς εἶναι ἀνεμίδα. 3) Κόνις ἀνεγειρομένη κατὰ τὸ κτύπημα τοῦ ἀραβοσίτου εἰς τὸ ἁλώνιον Αἰτωλ. 4) Ἡ σομφὴ καὶ κούφη σταφὶς παρασυρομένη ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἐν καιρῷ τοῦ λιχνίσματος Πελοπν. (Αἴγ.) 5) ᾿Ανεμία τοῦ ᾿ουνιˬοῦ ἢ ἀνεμία, γυνὴ διαιτωμένη εἰς τὰ ὄρη, βουνήσιˬα Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/