ἀνεμιδιγαδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμιδιγαδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμιδιγαδίζω Πελοπν. (Αἴγ.) Σῦρ ἀνεμοδιγαδίζω Θήρ. Τῆλ. ἀνεμογαδίζω Πελοπν. (Λακων.) ἀναμιδιγαδίζω Πελοπν. ἀναδιμιγαδίζω Κρήτ. ἀναδιμογαδίζω Πελοπν. (Ἄργ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφύρ. τῶν ρ. ἀνεμίζω καὶ τυλιγαδίζω.

Σημασιολογία

Περιστρέφω τὴν ἀνέμην ἢ ἄλλο τι. Ἡ λ. μόνον εἰς καθαρογλωσσ. : Μ᾽ ἔβαλε ἡ μάνα μου κιˬ ἀνεμογάδισα, ἀνεμογάδισα, ἀνεμογάδισα Λακων. ᾽Ανασήκωσε τὴν πλάκα κιˬ ἂν μ’ εὕρῃς ἀποκάτω, ἀνεμιδιγάδισε' με, ἀνεμιγάδισέ με Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἄργ.) Σῦρ. Τῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/