ἀχωρεσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχωρεσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀχωρεσιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀχουριὰ Ἴμβρ. ἀχουϊὰ Σαμοθρ. ἀχουρισά Κυδων. Λῆμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀχώρετος.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ χωρῇ τις πουθενά, τὸ νὰ αἰσθάνεται τὸν χῶρον ἀνεπαρκῆ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀχουρισὰ ἔ' Κυδων. Κάτσι σ᾿ ἕνα μέρους, d ἀχουριὰ τ᾽ Θιοῦ ἔχ᾽ς; Ἴμβρ. Θαρεῖς πλεˬὰ κ᾽ ἔ᾽ d’ ἀχουρισὰ τ᾽ Θιοῦ Λῆμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA