ἀχώριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχώριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχώριστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀχώρ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀχώριγος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀνεχώριˬος Ἤπ. ἀνιχώρ’γους Ἤπ:. (Ζαγόρ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχώριστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ χωριζόμενος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.): Σύντροφος ἀχώριστος. Φίλοι ἀχώριστοι. Φιλαινάδες ἀχώριστες κοιν. || Φρ. Νὰ γίνουμ’ ἀνιχώρ'’! (εὐχὴ τῶν συμπεθέρων κατὰ τὸν γάμον) Ζαγόρ. Νὰ μᾶς προυκόψ’ν νὰ τό ’χουμ’ ἀνιχώρ’γου! (εἴθε νὰ προκόψουν οἱ νεόνυμφοί μας καὶ νὰ ἐρχώμεθα συχνὰ πρὸς ἐπίσκεψίν των) Ἤπ. ‖ ᾎσμ. Πόνος κιˬ ἀγάπη ἀχώριστοι φίλοι συdροφιˬασμένοι ’ς τὸ πονεμένο στῆθος μου ἔχουν φωλεˬὰ χτισμὲνη Κρήτ. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ Πόντ. (Τραπ.): Σανίδ ἀχώριγα. 2) Ἀκαθάριστος Καππ. (Ἀραβάν.) 3) Ὁ μὴ εὑρίσκων χῶρον νὰ καθίσῃ Πόντ. (Οἰν.) Πβ. ἀξεχώριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA