ἀνεμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμίζω (Ι) σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀνεμίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνιμίζου βόρ. ἰδιώμ. ᾿νεμίζω ᾿Απουλ. (Καλημ.) Κρήτ. Κύπρ. (καὶ ἀνεμίζω) ᾽νεμίτζω Σύμ. ᾽νομίζ-ζω Συμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀνεμίζω. Ἄν καὶ ἀμάρτ τὸ ρῆμα, πιθανώτατον ὅμως ὡς μαρτυρεῖ τὸ μέσ ἀνεμίζομαι = κινοῦμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ.1Ι) Κάμνω ριπὰς ἀνέμου, ριπίζω, ἀναρριπίζω, οἷον τὴν πυρὰν πολλαχ καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): ᾿Ανεμίζω τὴ φωτιˬὰ πολλαχ. ǁ Παροιμ. Ἄλλος ἀνάφτει τὴ φωτιˬὰ κιˬ ἄλλος τὴν ἀνεμίζει (ἄλλος μὲν κάμνει ἀρχὴν τοῦ κακοῦ, ἄλλος δὲ ἐπιδεινώνει αὐτὸ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 9,102. Συνών. ἀναγκάζω Α 6, ἀναδεύω Α 1 δ, ἀναθάλλω Β 1, ἀνακαρώνω (ΙΙ) Β 1 β, ἀνακατεὐω Α Ι β, ἀνακατώνω Α Ι β, συνταυλίζω. 2) ᾿Εκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, ἀερίζω πολλαχ. καὶ ᾿Απουλ. : ᾿Ανέμισα τὰ στρώματα Λεξ. Δημητρ. ᾿Ανέμ᾽σα τὴ gάμαρα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ǁ Φρ. ’Ανιμίσκι τοὺ κιφα’λι τ᾽ (ἐπὶ τοῦ ὑπερηφανευομένου. Συνών φρ. πῆρε ἄέρα τό κεφάλι του) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Συνών. ἀερίζω 1. β) Πνέω, ἐπὶ ἀνέμου ᾿Απουλ.(Καλημ.) Σίφν.: Ἐκεῖ π᾿ ἀνέμιζε, φράτζει Σίφν. ǁ ᾎσμ. Μάρτι ποῦ μαρτίζει | τσ᾽ ’ὰ κοράσιˬα σκανταλίζει, γιˬατὶ καλοτσαι’ρι gίζει τσ᾿ | ὁ ἀgέρα κάου ἀνεμίζει (’ὰ = τὰ, κάου = κάτου) Καλημ. Συνών. φυσῶ 3) Καθαρίζω τὸν καρπὸν ἀπὸ τῶν ἀχύρων διὰ τῆς ριπῆς τοῦ ἀνέμου, λικμῶ, ἐπὶ τῶν σιτηρῶν πολλαχ καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.): Πιˬάνουμε καὶ τ᾿ ἀνεμίζουμε τ᾿ ἀστάκυˬα γιˬὰ νὰ φύγῃ τ᾿ ἀ’χερο Κέρκ. ᾿Εν-ν᾿ ἀνεμίσω τ᾿ ἀλώνι μου Κυπρ Εἶντ’ ἀνεμίζει; ’τεῖ χαμαί; αὐτοθ. β) Ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν, καθαρίζω τὸν συγκομισθέντα καρπὸν ἀπὸ τὰ φύλλα Λευκ ᾿Ανεμίζω τοῖς ἐλα͜ιές. γ) Ἐπὶ τῆς σταφίδος, καθαρίζω τὸν καρπὸν ἀπὸντοὺς μίσχους καὶ τὰ ἄλλα ἀπορρίμματα Ζάκ. Κεφαλλ. 4) Ἀφίνω τι νὰ παρασυρθῇ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, διασκορπίζω Κέρκ. Κύπρ. Παξ.-ΓΒλαχογιανν. Γῦροι ἀνεμ 92: Ἐνέμισες τ᾽ ἀλεύριν Κύπρ. ǁ Ποίημ. Δόξα, χρυσάφι, ἀγάπη, τι κιˬ ἂν θησαυρίσῃ; ἄνεμος θὰ τὰ πάρῃ καὶ θὰ τ᾽ ἀνεμίσῃ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. σκορπίζω. 5) Κάμνω τι νὰ κυματίζῃ, νὰ σείεται ὡσεὶ ὑπὸ ριπῆς ἀνέμου, κινῶ, σείω τι πολλαχ.: Ἀνεμίζω τὴ βίτσα Πελοπν. (Λακων.) Ἅμα ἀνεμίσῃς τοῦ μουλαριˬοῦ τὴ βέργα, ἐκεῖνο τρέχει Θήρ. Ἀνέμιζε τό μαντήλι Λεξ. Δημητρ. Τὰ σιφουνικό ἀνεμίζει τά στάχυˬα καὶ πέρα δῶθε τὰ τινάζει ΚΠασαγιάνν. Μοσκ 10. Ὁ ἐπιλοχίας ἀνέμιζε τὀ σκοινὶ αὐτόθ. σ. 13. Ἀνέμισε θηκάρι καὶ λεπίδι μαζὶ ἀπάνου ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του μὲ τὰ δυˬὸ χέρια ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκαρ 108. Ἄνέμιζε ἀπάνου κάτου τὸ σπαθὶ Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,228 Χούφτιˬασε τὸ σπαθὶ κιˬ ἀφοῦ τ’ ἀνέμισε καὶ τό ’παιξε λίγο, τὸ κατέβασε σὰν ἀστραπὴ ΚΚρυσταλλ Ἔργα 2,130. ᾿Ελύγαε σὰν τὴν ὀχιˬὰ τὸ κορμί του κ’ ἐσήκωνε τὴ μαλλιˬαρὴ οὐρὰ πίσω, ὁπ’ ἔπεφτε ἀνεμισμένη κιˬ ἀστραφτερὴ σὰν καταρράχτης λαγκαδιˬᾶς (ἔνν. τό ἄλογο) αὐτόθ. 2,125 Ὁλοένα ἀρα͜ιό καὶ σπιθωτό, κατεβατὸ καὶ ἥσυχο… κιˬ ἀνεμισμένο ἔπεφτε τὸ χιόνι ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 84 ǁ Ποιήμ. Καὶ σὰ φλάμπουρο ᾿ς τὸ χέρι ν᾽ ἀνεμίσω τό μαντήλι μου τὸ νεραιˬδορραμμένο ΚΠαλαμ. Βωμ. 78 Δέν τόν βλέπετε; σὰ Χάρως φθάνει ψηλ' ἀνεμίζοντας τὸ γιˬαταγάνι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,95 Οἱ πέπλοι του ἀνεμίζονται ἀνεμοφουσκωμένοι ΣΠασαγιάνν. ᾿Αντίλ. 40. Συνών. κινῶ, σείω. Καὶ ἀμτβ κυματίζω, σείομαι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 8,181: Ποιημ. Ἄστραψε ἀπ᾽ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη, ἐβρόντησαν τἀ χαιμαλιˬά, ἀνέμισε ἡ φλοκκάτη. β) Ἵπταμαι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,241 ΚΚρυστάλλ. ᾿'Εργα 2,31 : Ποιήμ. Κιˬ ἀπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχιˬα καὶ μέσ᾿ ᾽ς τὰ σύγνεφα πετᾷς, μέσ᾽ ᾿ς τὰ βουνὰ ἀνεμίζεις ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. …’Σ τὰ σύγνεφ’ ἀνεμίζει περήφανος σταυραετός, τὸν κόσμο φοβερίζει κ’ ἐγὼ τὸν βλέπω καὶ γελῶ, δὲν τοῦ φθονῶ τὴν τύχη. ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. πετῶ. γ) Μετακινοῦμαι, μετατοπίζομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου Λεξ. ᾿Ελευθερουδ.: «Ἀνεμίζει τὸ πλοῖον» (ὅταν ἠγκυροβολημένον ὃν ἀναπρῳρίζει κατὰ τὴν πνοὴν τοῦ ἀνέμου). Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ μεταγν ἀνεμίζομαι ἐν Κ. Λ. (Ἰακ. Ἐπιστ. 1,6) «ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ». 6) Ἔνεργ. καὶ μέσ. ὀσφραίνομαι (ἐκ μεταφ. τοῦ ρινηλάτου κυνὸς) Κρήτ.: Ἐνεμίσανε οἱ γιˬούπιδες τὸ ψόφιˬο. Ποῦ τὸ ᾽νεμι’σετε καὶ τὸ βρήκετε; ǁ ᾎσμ. Νὰ πά’ νὰ φύγετε ἀποπὰ νὰ μὴ σᾶς ἀνεμίσου τ᾽ ἀγᾶ μου οἱ λαγωναρές, γιˬατὶ θὰ σᾶς ξεσκίσου. β) ’Ενεργ. καὶ μέσ διαισθάνομαι, προαισθάνομαι Κρήτ. Συμ Τὰ τζὰ ᾽νεμίτζουν κακωσύνην Συμ. Τά κατσίκιˬα ἅμα παίζ-ζουν ᾽νομίζ-ζουν κακωσύνην αὐτόθ. Ἀνεμίζω τα 'γὼ τὰ κακὰ τσῆ μοίρας μου Κρήτ. ᾿Ενέμιζά το ᾿γὼ πῶς ἤθελα τὸ πάθω αὐτοῦ 7) ’Ενεργ. καὶ μέσ. εἰκάζω, συμπεραίνω Κρήτ.: Παροιμ. φρ. Ὁ κουφὀς ὅdε κλάσῃ δὲ dὸ ᾿γροικᾷ, μόνο τ᾿ ἀνεμίζει. 8) ᾿Αντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ Κρήτ. : ’Ενέμιζά το ᾽γώ, μὰ ἤκανα πῶς δὲ dό καταλάβαινα. Συνών. καταλαβαίνω, νο͜ιώθω. Β) Μεσ. 1) Πάσχω ἀπὸ ρευματισμοὺς Ποντ (Οἰν.) Μετοχ. ἀνεμισμένος=προσβεβλημένος ὑπὸ ψύξεως, ἀσθενῶν ἐκ ψύξεως Εὔβ. (Αὐλωνάρ): Δὲ μοῦ μπορεῖ τὸ παιδί, εἴναι ἀνεμισμένο. Συνών. κρυολογημένος (ἰδ. κρυολογῶ), κρυωμένος (ἰδ. κρυώνω). 2) ᾿Αποπέρδομαι ὑποκώφως, ἄνευ ψόφου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ποντ (Κερασ. Τραπ. κ. ἀ.): Πα’ σὺ ἀνεμίσκες καὶ βρόμ’σε;-Αὐτονὰς ἀνεμίσκε, ὄ’ ’γώ.’ Σαρεκκλ. ǁ Παροιμ φρ. Χωρὶς ἄνεμον ἀνεμίκεται (ἐπὶ πραγμάτων ἀκαίρων ἢ ἐπὶ ἀνθρώπων ἐξ ἐλαχίστης ἀφορμῆς φλυαρούντων ἢ ὠφελουμένων) Κερασ. Συνών. ξεφουσκίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA