ἀνεμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμίζω (ΙΙ) Ἤπ. Κρήτ.Κῶς Μῆλ.Ναύστ.Πελοπν.(Λάστ.) -Λεξ. Δημητρ. ἀνεμίζου Εὔβ. (Κύμ.) ἀνιμίζου Θρᾴκ. (Αἶ.) Μακεδ ἀνεμίτζω Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνέμη.
Σημασιολογία
1) Μετβ. στρέφων τὴν ἀνέμην ἐκτυλίσσω τὸ νῆμα καὶ περιτυλίσσω αὐτὸ εἰς τὰ καλάμια ἢ μασούρια ἔνθ’ ἀν.: Ἀνιμίζου τοὺ νῆμα Μακεδ. Τοὺ νῆμα ἀνιμίζιτι (περιτυλίσσεται εἰς τὰ καλάμια) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνακυκλίζω 2. Πβ. ἀναχύνω 2. Καὶ ἀμτβ. στρέφομαι, ἐπὶ τῆς ἀνέμης Θρᾴκ. (Αἶν.): ᾎσμ. ᾿Ακῶ μαγγάνιˬα κὶ βρουντᾶν, ἀνέμις κιˬ ἀνιμίζουν. 2) Ὡς ὅρ. τῶν σχοινοπλόκων, τοποθετῶ τὸ νῆμα εἰς τὴν ἀνέμην καὶ περιστρέφω αὐτὴν Ναύστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA