ἀνεμικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνεμικὸς ἐπίθ. πολλαχ. ἀνιμ’κός πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνεμικὴ ἡ, Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.)-Λεξ. Βλαστ ἀνιμ’κὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Γρεβεν. Καταφύγ. Κοζ. Σιάτ.) ἀνιμικε͜ιὰ Μακεδ. ἀνεμιτή Κύπρ. ἀνεμιτε͜ιὰ Κύπρ. ἀνεμικόν τό, Κάρπ. κ. ἀ. ἀνεμικὀ Ἀθῆν. Πελοπν. (Βούρβουρ. Ξηροχώρ.) κ. ἀ. ἀνιμ’κό Ἤπ. (Ζαγόρ. Κούρεντ. Παραμυθ. κ. ἀ.) Μακεδ. (Κο'ς. Σισάν κ. ἀ.) Στερελλ. (Ἀγρίν.) ἀνεμικὰ τά, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρὠμν. Οἰν. Σάντ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνεμικός.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ προμηνύων ἀνεμον Ἤπ. (Πρέβ.): Φεγγάρι ἀνεμικὸ (τὸ ἔχον χρῶμα ἐρυθρὸν ὡς καὶ ἡ περὶ αὐτὸ ἅλως). Συνών. ἀερᾶτος 1. 2) 'Ο κακῆς ποιότητος ἣ γενικώτερον κακὸς ἐπὶ πραγμάτων Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. : Δὲν εἶνι καλό, εἴνι ἀνιμ’κό Ἴμβρ. Μᾶς φέαν ἀνιμ᾿κό χαbάρ’ Σαμοθρ. β) Κακός, μοχθηρὸς ἐπὶ ἀνθρώπου Ἴμβρ.: Γιˬα καλὸς εἶνι γιˬὰ ἀνιμ’κὀς ι’γὡ τούν θέλου. 3) Ὁ μικροῦ ἢ οὐδενὸς λόγου ἄξιος Θρᾴκ. (Αἶν)-Κορ. ᾿Ιλ. Δ 46: Λόγιˬα ἀνιμικὰ (συνών. φρ. λόγια τοῦ ἀέρος) Αἶν. Πράματα ἀνεμικὰ Κορ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. β) Ὁ παρέργως γινόμενος, ὁ οὐχὶ συστηματικὸς ΓΒλαχογιάνν. Μεγαλ χρόν. 53: Ἔχουν ἀνεμικό ντουφέκι καὶ βαροῦν τοὺς Τούρκους ὅπου τοὺς ἀντέσουν. 4) Ὁ μὴ συμπεπιεσμένος, ἀσυμπίεστος (ὁ περιέχων ἐν ἑαυτῷ ἄνεμον, ἐπί πραγμάτων ἐπιδεκτικῶν συμπιέσεως πρὸς κατάληψιν ὀλιγωτέρου χώρου) Κέρκ.: Ἐγὼ σοῦ δάνεισα ἕνα μουτζούρι κριθάρι πηλοχτιστό, τί μοῦ τὸ δίνεις ἀνεμικό; 5) Ὁ μὴ ὑφιστάμενος εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀνύπαρκτος Κρήτ. : Πρόβατα ἀνεμικά (ὡρισμένος ἀριθμὸς προβάτων, τῶν ὁποίων τὸ προϊὸν ἐν τῇ κατ’ ἀναλογίαν διανομῇ μεταξὺ τῶν συνεταιριζομένων ἰδιοκτητῶν αἰγοπροβάτων λαμβάνει ὁ ὑπάλληλος τοῦ τυροκομείου ὡς ἀμοιβὴν χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ ἔχῃ εἰς τὸν συνεταιρισμὸν ἰδικά του πρόβατα). β) Ὁ ἐκ τοῦ μηδενὸς προερχόμενος Κρήτ.: Τυρὶ ἀνεμικὸ (τὸ προϊὸν τῶν ἀνεμικῶν προβάτων, περὶ ὧν ἰδ. ἀνωτ.) Β) Οὐσ. 1) Ἀρς. καὶ θηλ. ἡ τοῦ ἀνέμου βιαία πνοή, θύελλα, λαῖλαψ, καταιγὶς Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κυπρ. Μακεδ. (Καταφύγ. κ. ἀ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.)-ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 169 Τάφ.2 46-Λεξ. Βλαστ.: Ἐπῆρεν ἀνεμικόν καὶ ἑξεπάτωσεν τὰ σπαρτὰ Κάρπ. Πολλή ἀνεμικὴ σήμερα Κύθηρ. Ἐκόdευγε νὰ μᾶσε πνίξῃ τὸ χιˬόνι κ’ ἡ ἀνεμικη Ἀπύρανθ. Φόβος καὶ τρόμος ἤτονε ἠ ἀνεμικὴ ποῦ ᾽καμεν ἐχτές, ἐκόdευγε νὰ πάρῃ τὸ gόσμο αὐτόθ. Εἶντα σκόνιν σήκωσεν τούτη ἡ ἀνεμιτε͜ιά! Κύπρ. ǁ Ποιήμ. Κ᾽ ἐσὺ ποῦ δὲ φοβᾶσαι ᾿ς τὸ πέλαο τῆς ζωῆς τὴ λύσσα τοῦ κυμάτου καὶ τῆς ἀνεμικῆς, καλοκυβερνημένο, γερὸ καράβι ἐσὺ ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 ἔνθ’ ἀν. Εἶναι κἄπο͜ιοι χαλασμοὶ | σὲ κἄπο͜ιες χώριˬες ὧρες δίχως ἀστραπόβροντα | κιˬ ἀνειμικές καὶ μπόρες ΚΠαλαμ. Τάφ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Θυσ. ᾿Αβραὰμ στ. 67 (ἔκδ. ΕLegrand Biblioth 1,228) (καημένο σπίτι τοῦ Ἀβραάμ, τίς σοῦ δῶκε κατάρα | καὶ ποῖον σκότος σ᾿ εὕρηκεν᾽ ἀνεμικὴ κι ἀντάρα; Συνών. ἀερικό 2 β, ἀνακύλισι 2, ἀνεμιˬά, ἀνεμοβολή, ἀνεμογαζοῦ 2, ἀνεμόγυρος 1, ἀνεμοδούρα 5, ἀνεμοδούρι 2, ἀνεμοζάλη 1, ἀνεμομπονμπούλα, ἀνεμοξούρι, ἀνεμοξουριά, ἀνεμορριπή, ἀνεμούρα, ἀνεμορρούφουλας, ἀνεμοσίφουνας, ἀνεμοσουρά, ἀνεμοσούσουρρο, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνὶμόστροφὸς, ἀνεμοτάραξι, ἀνεμοταραχή. 2) Συνήθως κατὰ πληθ. θηλ. καὶ οὐδ. τὰ ἐν τῇ δίνῃ τοῦ ἀνέμου, τῷ ἀνεμοστροβίλῳ ἐνοικοῦντα δαιμόνια (τὰ προκαλοῦντα ὡς πιστεύεται τὴν λαίλαπα) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Κάρπ. Μακεδ. (Κοζ. Σιατ κ. ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) κ. ἀ.)-ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 55-Λεξ. Βλαστ Δημητρ.: Ποίημ. Τοὺς πλανταγμένους νεˬοὺς γελοῦνε τ᾿ ἀερικά, τ᾿ άνεμικά ΙΓρυπάρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀερικό 3. ἀνεμογαζοῦ 1 β) Πληθ. Θηλ.. δαίμονες κακοποιοὶ ἐπιδημοῦσαι ἰδίᾳ κατὰ τὸ πρῶτον δεκαἠμερον τοῦ Μαρτίου Μακεδ. (Γρεβεν.) 3) Οὐδ., ἐρυσίπελας (προερχόμενον κατὰ τὴν λαϊκὴν ἀντίληψιν ἐξ ἐπηρείας τῶν ἀνεμικῶν δαιμονίων) Ἀθῆν. Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν.) Πελοπν. (Ξηροχώρ) Στερελλ. (Ἀγρίν.) κ. ἀ.-Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀγαθὸ 3, ἀερικό 4ζ, ἀνεμοπύρι, ἀνεμοπύρωμα, πυρό. 4) Οὐδ., ἀπόστημα πυῶδες Ἤπ. (Παραμυθ.) 5) Οὐδ., πόνος τῆς κεφαλῆς συνήθως μὲ συνάχι Ἤπ. (Κούρεντ) Συνών. πονοκέφαλος ἢ κεφαλόπονος. 6) Οὐδ. πόνος τῆς κεφαλῆς συνήθως μὲ συνάχι Ἤπ. (Κούρεντ) Συνών. πονοκέφαλος ἢ κεφαλόπονος. 6) Οὐδ. πληθ., ρευματισμοὶ Ποντ (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ.): ᾿Ασ᾽ σ᾽ ἀνεμικὰ ‘κ’ ἐπορῶ νἀ λαταρίζω (δὲν ἠμπορῶ νὰ κινοῦμαι) Κοτύωρ. Συνών. ἄνεμος, ρεματισμοί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/