ἀνεμιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμιστὴς ὁ, (Ι) Κύπρ. ἀνιμ’στὴς Στερελλ (᾿Ακαρναν.) ᾽νεμιστἡς Κύπρ. ἀνεμίστρης Κέρκ. Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεμίζω (Ι). Τὸ ἀνεμίστρης ἐκ τοῦ θηλ. *ἀνεμίστρα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. κλέφτρα-κλέφτρης κτλ.

Σημασιολογία

1) Ὁ χωρίζων τὸν καρπὸν τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὰ ἄχυρα διὰ τοῦ λιχνίσμάτος, λιχνιστὴς Κύπρ. Στερελλ.(᾿Ακαρναν.) 2) Ὁ σκορπίζων τὴν περιουσίαν του, σπάταλος, ἄσωτος Κέρκ. Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/