ἀψαλιδοκούρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀψαλιδοκούρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀψαλιδοκούρευτος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Λακων. Παππούλ.) Χίος ἀψαλιοκούρευτος Χίος ἀψαλιδοκούρευος Πελοπν. (Λακεδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ψαλιδοκούρευτος<ψαλιδοκουρεύω ἀμαρτ. Τὸ ἀψαλιδοκούρευος ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κουρευθεὶς μὲ ψαλίδα ἔνθ' ἀν.: Αἰνίγμ. Ἄπιˬαστη κι ἀμάλλιˬαστη κι ἀψαλιδοκούρευτη (ὁ ὄφις) Χίος Ἄπιˬαστο κι ἀμάλλιˬαστο κιˬ ἀψαλιδοκούρευτο (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κρήτ. Νύχτα πάει ὁ δύστυχος, | ἄξουρος καὶ νηστικὸς κιˬ ἀψαλιδοκούρευτος, | κιˬ ἀπ' τὴ γλῶσσα μ' ἄδραξε, εἰς τὸν τοῖχο βάρεσα, | ψιλὴ φωνίτσα ἔβγαλα, ὅσο κιˬ ἂν ἐδυνάστηκα (ὁ ἱερεὺς κρούων τὸν κώδωνα) Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA