ἀψαλίδωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀψαλίδωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀψαλίδωτος ἐπίθ. Θήρ. Πόντ. (Τραπ.) –Λεξ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. ψαλιδωτός.

Σημασιολογία

1) Ἀψαλίδιστος 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀψαλιδιστος 2, ὃ ἰδ. Θήρ.: Σύbαλε τό λύχνο νὰ φέξῃ, εἶναι ἀψαλίδωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/