ἁψαμένη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁψαμένη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁψαμένη ἡ, Σάμ. ᾽ψαμένη Σάμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἡ ἀρχ. μετοχ. ἁψαμένη τοῦ ρ. ἄπτομαι.
Σημασιολογία
Ἡ λέξις εὑρίσκεται μόνον εἰς τὴν φρ. κυρ’ ἁψαμένη, δια τῆς ὁποίας προσφωνεῖται κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ νεογεννήτου ἡ μαῖα ἡ παραστᾶσα εἰς τὴν γέννησίν του (ἡ λ. ἐκ τῆς εὐχῆς τὴν ὁποίαν ἀναγινώσκει ὁ ἱερεὺς ὑπὲρ τῆς λεχοῦς. Ἰδ. Εὐχολόγ. ἔκδ. Goar σ. 262 «καί τῇ δούλη σου τῇδε καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ ᾧ ἐγεννήθη τὸ παιδίον καὶ τοῖς ἁψαμένοις αὐτῆς»).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA