ἀνεμοβροχὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοβροχὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοβροχὴ ἡ, Χίος κ.ἀ-Λεξ. Δεὲκ Κομ. Λάουνδ. ’Ηπίτ. Μπριγκ. Βλαστ 362 Δημητρ. ἀνεμοβροὴ Κύπρ. ἀνεμουβρουχὴ Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ βροχή.
Σημασιολογία
Ἅνεμος μετὰ βροχῆς ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Κάλλιˬο ἡ ἀνεμοβροχὴ παρὰ τ’ ἀνεμοχάλαζο (ἐκ δύο κακῶν προτιμητέον τὸ μὴ χειρότερον) Λεξ. Δημητρ. ǁ Παροιμ. Ἡ ἀλουποῦ ’ς τὴν ἀνεμοβροήν αίρεται (ἐπὶ τοῦ ἐπωφελουμένου ἀνωμάλου περιστάσεως πρὸς κλοπὴν ἢ ἄλλην κακὴν πρᾶξιν) Κύπρ. Γνωμ. Τοῦ Μάρτι οἱ ἀνεμοβροχές καὶ τ᾿ Ἀπριλιˬοῦ οἱ ψιχάλες Λεξ. Δημητρ. Συνων ἀνεμόβροχο, διˬαβολόνερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA