ἀνεμοδουρούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοδουρούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμοδουρούλλα ἡ, ΑΚαρκαβίτσ. ἐν Ἡμερολ. Μ. Ἑλλάδ. 1922 σ. 351
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνεμοδούρα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ούλλα.
Σημασιολογία
Μικρὰ ἐκκοκκιστικὴ τοῦ βάμβακος μηχανή: Ὅλα τώρα ἄλλαξαν ’ς τὸν κόσμο, ἐσὺ ὅμως, ἀνεμοδουρούλλα μου, δὲν ἄλλαξες, θηλυκὰ ἤσουν, θηλυκὰ ἔμεινες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA