ἀνεμοκάπνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκάπνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοκάπνιστος ἐπίθ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάκων.) -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ καπνός ὡσεὶ ἀπὸ β’ συνθετ. καπνιστός. Ὁ σχηματισμὸς κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα ἐπίθετα, εἰς ὃν συνετέλεσαν αἵ. φρ. πάει τ᾽ ἀνέμου καὶ τοῦ καπνοῦ (πάγει ᾽ς τό διˬάβολο) καὶ ἔγινε καπνὸς (ἔγινε ἄφαντος).
Σημασιολογία
Ὁ ταχέως ἐξαφανιζόμενος, ἄφαντος ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Πάει ἢ πῆγε ἀνεμοκάπνιστος (ἔγινε ἄφαντος) Λακων. Ἀνεμορρούφουλος κιˬ ἀνεμοκάπνιστος! (ἐνν. νὰ γίνῃ! Ἀρὰ) Κεφαλλ. Συνών. ἀνεφταόρατος, ἀνήλιˬος, ἄρατος, ἄφαντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA