ἀνεμοκατεβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκατεβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοκατεβαίνω Κύπρ. Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. κατεβαίνω.
Σημασιολογία
Ἀνεβαίνω καὶ κατεβαίνω ταχέως οἱονεὶ ὡς ἄνεμος κινούμενος (τὸ ά συνθετ. ἀνεμο- παρεσχετίσθη καὶ πρὸς τὸ ἀνεβο-, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνεβοκατεβαίνω κττ.): Τοῦτος ἀνεμοκατεβαίνει τὴ σκάλαν Κῦπρ. Ἤμουνε καλὴ ν᾽ ἀνεμοκατεβαίνω Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA