ἀνεμοκεφαλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκεφαλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοκεφαλιˬάζω Ναξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνεμοκεφαλιˬά.
Σημασιολογία
᾿Ανεμοκαυκαλίζω, ὃ ἷδ. : Ἀdις νὰ σάζῃ ἀνεμοκεφαλιˬάζει μέρα dὴν ἡμέρα. Ἐνεμοκεφάλιˬασεν εὐτὴ ἡ κωπέλλα ποῦ ’τον ἡ ἄκριˬα τσῆ γνῶσις. Ἀνεμοκεφαλιˬασμένο bαιδί ἀπὸ ᾽φτὸ κιˬ ὄξω δὲν ἔχει κιˬ ἄλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA