ἀνεμοκορακιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμοκορακιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεμοκορακιˬάζω, μέσ. ἀνεμοκορακιˬάζομαι Νάξ. (Σαγκρ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. κορακιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Διασκορπίζομαι (οἰονεὶ πηγαίνω εἰς τὸν ἄνεμον, μὲ παίρνει ὁ ἄνεμος) Νάξ.: Σὰν ἀκούσανε τὴν ταραχὴ ἐνεμοκορακιˬαστήκανε. 2) Φιλονικῶ ζωηρῶς, διαπληκτίζομαι Νάξ.(Σαγκρ.): ᾿Ενεμοκορακιˬαστήκανε μέσ᾿ 'ς τὴ bλάτσα (πλατεῖα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/