ἀνεμοκυκλίζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοκυκλίζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοκυκλίζω (ΙΙ) Ἀντικύθ. Κάρπ. Κρήτ. Χίος (Βέσ. Σιδηρ.) Σίφν. κ. ἀ. ἀνεμοτσουκλίζω Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) ἀνιμουτοσ᾿κλῶ Λέσβ. Μέσ. ἀνεμιοκυκλίζομαι Κύθν. -Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὗσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. κυκλίζω.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Πνέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ἔχω ἄστατον καὶ ἀκαθόριστον διεύθυνσιν ᾿Αντικύθ. Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Κάρπ. Κρήτ. κ. ἀ.: Ὁ τσαιρὸς ἀνεμοτσουκλίζει Ὀξύλιθ. β) Μεταφ. ἀναβράζω Χίος (Βέσ.): Τὸ αἷμα μου ἀνεμοκυκλίζει. 2) Μετβ παρασύρω, σκορπίζω Σίφν. Χίος (Σιδηρ.) : Σήμερα τ᾿ ἀνεμοκυκλίσανε τὰ τουλούμιˬα Σίφν. Ὁ ἄνεμος ἀνεμοκύκλισε τὰ σπαρτὰ Σιδηρ. 3) Σπαταλῶ Λέσβ. Β) Μεσ. 1) Περιδινοῦμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, φέρομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὅπως τὰ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου παρασυρόμενα ἐλαφρὰ ἀντικείμενα Κάρπ. -Λεξ. Πρω. 2) Γίνομαι ἀφαντος οἱονεὶ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου παρασυρθείς, ἐξαφανίζομαι Κύθν. : Τί ἀνάθεμα ἔγινες; ἀνεμοκυκλίστης; Μετοχ. ἀνεμοκυκλισμένος 1) Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου περιδινηθεὶς ἢ διαχωρισθεὶς Κάρπ. 2) Μεταφ. ὁ ἐν ἀστασίᾳ τῆς ζωῆς εὑρισκόμενος Λεξ. Δημητρ. : ᾎσμ. Μιˬὰ ὀρφανή, μιˬὰ καψερή κιˬ ἀνεμοκυκλισμένη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA