ἀνεμολίθαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμολίθαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμολίθαρο τό, Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ λιθάρι.
Σημασιολογία
Μικρὸς λίθος λευκὸς καὶ λεῖος συγκρατούμενος ἐν ἀργυρῷ δακτυλίῳ, τὸν ὁποῖον ἐπιδέτουν ἐπὶ ἀποστημάτων πρός θεραπείαν. Πβ. ἀνεμο-.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA