ἀνεμορρούφουλας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμορρούφουλας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεμορρούφουλας ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάκων. Μεσσ.) κ.ἀ. -ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 66 ΚΠαλαμ. Πολιτ μοναξ.2 114-Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀνιμουρρούφ’λας Θρᾴκ.(Αἶν.) ἀνεμορρούφουλος Κεφαλλ.-Λεξ. Βλαστ. ἀνεμορρούφουλο τό, Πελοπν. (Ἦλ).

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ ρούφουλας.

Σημασιολογία

1) Βίαιος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, τυφὼν ἔνθ’ ἀν. : Ἡ λάμιˬα εἶναι ἡ βασίλισσα τῶν νεράιδων… κάνει πολλὰ κακὰ ’ς τὰ καράβιˬα κιˬ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ τὴ φοβοῦνται, γιˬατὶ αὐτὴ κάνει τὰ σιφουνικὰ καὶ τ᾿ ἀνεμορρούφουλα (ἐκ παραδ.) Ἦλ. Ἀνήμερο θεριˬό, σὰ θύμωνε, ἀνεμορρούφουλας. (ἔνν. ἐγίνετο) ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. ǁ Ποίημ. Πέθανε: τὴ ρούφηξε πο͜ιὸ κῦμα, πο͜ιὸς ἀνεμορρούφουλας! πο͜ιὰ ὀργή; ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β 1. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀνεμορρούφουλος ἐπιθετικ, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνεμοστροβίλου παρασυρθεὶς Κεφαλλ.: Φρ. Ἔγινε-ἐπῆγε ἀνεμορρούφουλος (ἔφυγε τάχιστα). ’Ανεμορρούφουλος κιˬ ἀνεμοκάπνιστος. (ἐνν. νὰ γίνῃ ἤτοι νὰ καταστραφῇ! Ἀρα). Συνων Ἀνεμορρίπητος, ἀνεμορρίπινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/