ἄνεμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνεμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄνεμος ὁ, σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ. Σινασσ. Φάρασ.) Ποντ. (’Αμισ. Ἰνέπ. Κερας. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄνιμους βόρ. ἰδιώμ. ἄνομος Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σιλ. Σινασσ. Φερτ.) ἄνιμος Πόντ. (Κολων.) ἄνεμο Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Τσακων. ἄνιμου Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄνεμο τό, Προπ. (Κύζ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄνεμος. Ὁ τύπ. ἄνομος κατὰ προληπτικὴν ἀφομ ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 24 (1912) 24.
Σημασιολογία
1) Ἡ τοῦ ἀέρος πνοὴ καὶ μάλιστα ἡ ἰσχυρὰ σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Ἰνέπ Κερασ. Κολων Οἰν. Ὀφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὁ ἄνεμος βογγάει-βουίζει-λυσσομανᾷ-μουγκρίζει-σαρώνει-φουντώνει-φυσομανᾷ κττ. Δυναμώνει-πέφτει ὁ ἄνεμος. Ἔχει ἄνεμο δυνατά. Εἶναι ἄνεμος σήμερα. Ἄνεμος βροχερός-πρίμος-φρέσκος κττ. πολλαχ. Τὸ ἀπάνω ἄνομος (βόρειος), τὰ κάτω ἄνομος (νότιος) ᾿Αραβάν. ᾽Ξ᾿ ἀνέμου (ἐκ βορρᾶ) Ἱκαρ. Ἀπ’ ἀνέμου (ἀντὶ ὑπ᾽ ἀνέμου, ἐκ νότου) αὐτοθ. Ἔρχομαι ᾽ξ’ ἀνέμου (ἀπὸ τὸ βόρειον μέρος) Κάρπ. ᾿Εν ἔει στεμ-μόν ὁ ἄνεμος Ρόδ. Ἀνεμο ἐκρέμισεν τό δεντρὸ Ὄφ. ᾿Εφύσεσεν ὁ ἄνεμον κ’ ἔχπασεν τὰ δεντρὰ (ἕχπασεν = ἐξερίζωσεν) Τραπ. ǁ Φρ. Ὁ δεῖνα εἷναι σὰν τὸν ἄνεμο ἢ γυρίζει κατὰ τὸν ἄνεμο (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀστάτου χαρακτῆρος) πολλαχ. Σὰν ἄνεμος ’ς τὰ φύλλα (ἐπὶ βιαίας ὁρμῆς) Κερασ. Ἄνεμος νὰ πάς καὶ νά ’ρθῃς: (δηλ. ὡς ἄνεμος, ἤτο τάχιστα) Ἤπ. Ποῦ κουκκὶ καὶ ποῦ ἄνεμος; (φρ. παιδιᾶς, καθ’ ἣν ἡ μάννα ἐγκλείουσα εἰς μίαν ἐκ τῶν χειρῶνμικρὸν λίθον ἢ ξύλον προτείνει εἰς τοὺς παίκτας ἀμφοτέρας τὰς πυγμὰς καὶ ζητεῖ νὰ μαντεύσουν εἰς ποίαν εὑρίσκεται τοῦτο ὑπονοουμένου ὅτι εἰς τὴν ἑτέραν θὰ ὑπάρχῃ ἄνεμος, δηλ. τίποτε) Κρήτ. Πελοπν. (Μαντίν.) κ. ἀ. Τὰ πῆρ’ οὑ ἄνιμους (κατεστράφη ἡ ὑπόθεσις) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἀνέμου πουλλὶ γένηκε (ἔγινε ἄφαντος) Ἤπ. Ἀνιμους γί’κι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μακεδ. Λόγιˬα τ᾿ ἀνέμου (ἀνόητα, μωρὰ) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ἀνέμους τηγανιστοὺς λέει (λόγους μωροὺς) Κρήτ. Ἄνεμος τηγανιστὸς (πρᾶγμα ἀνάξιον λόγου) Τῆν. Δουλε͜ιές τ' ἀνέμου (ἀνόητοι ἐπιχειρήσεις) Λεξ. Δημητρ. Τοῦ ἀνέμου τὰ λές (μάτην λέγεις) Κρήτ. Ζῇ μὲ τὸν ἄνεμο (δὲν τρώγει τίποτε) αὐτόθ. Τὰ δι'’ τὰ λεπτὰ ’ς τὸν ἄνεμο (τὰ σπαταλᾷ) Ἄνδρ. ’Σ τοὺς πέντε ἀνέμους (ἐπὶ τελείας ἐγκαταλείψεως) Πελοπν. (Λακων.) Ἄνεμος κιˬ ἀέρας (ἐπὶ. πράγματος ἀβαροῦς) Ἀμισ. Ἀνεμο κοσκινίζει (ματαιοπονεῖ) Λεξ. Δημητρ. Κάνει τὀν ἄνεμο κουβάρι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Τὸν δέρνουν οἱ ἄνεμοι (εὑρίσκεται εἰς δυσχερεῖς περιστάσεις) αὐτόθ. Ἄνεμος 'ς τὸ σπαθί σου! (ἐνν. προσέκρουσε, δηλ. ἄνεμον ἔκοψες μὲ τὸ σπαθί σου! Πρὸς τὸν μεγαλαυχοῦντα διὰ μηδαμινὸν κατόρθωμα) Κερασ. Ἐέντον ᾿ς σὸν ἄνεμον τὰ φύλλα (ἔγινεν ὅπως ’ς τὸν ἄνεμον τὰ φύλλα, δηλ. διεσκορπίσθη) Χαλδ. Γί’κι τ’ ἀνέμ’ οὑ καβγᾶς (ἐπὶ σφοδρᾶς λογομαχίας) Ἤπ. Τό ᾽δωκε τ᾿ ἀνέμου καὶ τὸ πῆρε (τὸ κατέστρεψε) Λευκ. ǁ Ἡ λ. ἀπαντᾷ καὶ εἰς πολλὰς φράσεις ἀρᾶς ἐχούσας τὴν ἔννοιαν τοῦ αἰφνιδίου ἐξαφανισμοῦ καὶ γενικώτερον τοῦ ὀλέθρου καὶ τῆς καταστροφῆς: Ἄι ’ς τὸν ἄνεμο ἢ κατ’ ἀνέμου ! (πήγαινε νὰ χαθῇς, πήγαινε ᾿ς τὸ διˬάβολο!) ’Σ τὸν ἄνεμο νὰ πᾶς! Ἄς πάῃ-νὰ πάῃ ᾿ς τὸν ἄνεμο! πολλαχ. Πίσω τὸν ἄνεμο και πίσω τὸν ἥλιˬο! (ἐνν. νὰ πηγαίνῃ) Ἤπ. Ἄνεμο dῶν ἀνέμω νὰ πάῃ! Ἄνδρ. Ἄνεμος καὶ τοῦ κάκου νὰ πάῃ! Νάξ. Νὰ πάς ἰτσεῖ ποῦ ψή’ ἡ γήλιˬους τοὺ ψουμὶ τσ᾽ ἡ --ἄνιμους τὴν πίττα! Λεσβ. Ἄνεμος το’ ’φερε, ἄνεμος νὰ τὸ πάρῃ! (ἐνν. τὸ κακόν. Ἐξ έπῳδ. κατὰ τοῦ ὀφθαλμικοῦ νοσήματος τῆς κριθῆς) Ἤπ. Κεφαλλ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Ἡ σημασιολογικὴ αὕτη χρῆσις καὶ ἀρχαία. Πβ. Ὁμ. Ζ 345 «ὥς μ' ὄφελ’ ἤματι τῷ, ὅτε με πρῶτον τέκε μήτηρ, οἴχεσθαι προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο θύελλα εἰς ὄρος ἢ ἐς κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης» καὶ Π.Δ. (Ἡσ. 57,13) «τούτους γὰρ ἅπαντας ἄνεμος λήψεται καὶ ἀποίσει καταιγίς». Ἄνεμος κατὰ καπνοῦ (ἐπὶ τῶν ἀδίκως ἀποκτωμένων καὶ κακῶς ἐξαφανιζομένων ὡς ὁ ἄνεμος σκορπίζει τὸν καπνὸν) Ἤπ. ᾿Ηπήαινε ἄνεμος τσαὶ τοῦ καπνοῦ (κατεστράφη͵παντελῶς) Ἄνδρ. Πάει τ' ἀνέμου καὶ τοῦ καπνοῦ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ Κύθν. Πελοπν (Δημητσάν.) Πάει τ᾿ ἀνέμου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλάχ. Ἑ ἀνέμοι τσ᾿ ἑ καπνοί θὰ τὰ φάσιν (κακῶς θὰ διασκορπισθοῦν) Μεγίστ. Ἄνεμος καὶ τοῦ καπνοῦ νὰ πάρῃ τὸ κορμί σου! (νὰ καταστραφῇς!) Κρήτ. ǁ Παροιμ. Ἀνέμου σωρέματα | διˬαβόλου σκορπίσματα (ἐπὶ σπατάλης περιουσίας ἀδίκως ἀποκτηθείσης. Πβ. καί ἀνεμολίχνισμα, ἀνεμομάδεμα) Ἰνέπ. Μὲ τὴ ματσούκα πολεμᾷ τὀν ἄνεμο νὰ δείρῃ (ἐπὶ τοῦ ματαιοπονοῦντος) Πελοπν. Μπονάτσα μεσοπέλαγα κιˬ ἄνεμος ’ς τὸ λιμάνι (ἐπὶ δυσμενῶν καὶ. ἀντιξόων περιστάσεων) Λεξ. Δημητρ. Τὰ νέφιˬα φέρνουν ἄνεμοι κιˬ ἄνεμοι τὰ σκορπίζουν (ἡ τύχη καὶ προάγει καὶ καταστρέφει) αὐτοόθ. Ρώτησαν τὸν ἄνεμο τί δουλε͜ιὰ κάνει κ’ εἶπε «πάω κ᾿ ἔρχομαι» (ἐπὶ τοῦ εἰς ἀσκοπα καί ἀνωφελῆ ἀσχολουμένου) αὐτόθ. ǁ Γνωμ. Τοῦ ἥλιˬου ὁ κύκλος ἄνεμος, τοῦ φεγγαριˬοῦ χειμῶνας (ὁ περὶ τὸν ἥλιˬον κύκλος προμηνύει ἄνεμον, ὁ δὲ περὶ τὴν σελήνην βροχὴν) Πελοπν. (Μεσσ.)ǁ ᾊσμ. Ἄκου τ᾽ ἀνέμου τί λαλεῖ καὶ τοῦ βορεˬᾶ τί λέει, μὲ τὰ λαγγάδιˬα μάχεται, μὲ τὰ ’ουνὰ μαλώνει (᾿ουνὰ=βουνὰ) Κάρπ. Τ᾽ ἀστεράκιˬα ᾿ποπάνω μὲ βλέπουνε τσαὶ μ᾿ ’ὸ φέγγο κρυφίζουν ’νωμένα τσαὶ γελοῦν τσαι᾽ μοῦ λέουν, ’ς τὸν ἄνεμο τὰ τραβούdιˬα ἐμβολεῖς, εἶναι χαμένα (’ὸ = τό, κρυφίζουν=τρεμοφέγγουν, ἐμβολεῖς = ἐμβάλλεις, λέγεις) Καλημ. β) Μεταφ. ὁ διάβολος (ἡ σημ. ἐκ τῆς προλήψεως ὅτι τὸν ἰσχυρὸν ἄνεμον προκαλεῖ δαιμονική τις δύναμις) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Βιθυν. Ζακ Ἤπ. Θεσσ. Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Κάσ. Κρήτ. Κυδων. ΚΜ Λέσβ. Λευκ. Μέγαρ. Μεγίστ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν Λακων. κ. ἀ.) Σίφν. Σκῦρ. Στερελλ.(Αἰτωλ. κ.ἀ.) Σῦρ.Τσακων.Χίος -ΚΧατζοπ. Πύργ. ᾿Ακροπότ. 9: Τί ἄνεμος ἄνθρωπος εἶν᾿ αὐτός; (πολυμήχανος) Κύὓν. Εἶπ’ ἄνεμος εἶν᾽ αὐτός; Σίφν. Τί ἄνεμο κάνετε ἔτσι, Ἤπ. Τί ἄνεμο ἔγινε; Κασ Λακων. Ποῦ ᾽ς τὸν ἄνεμο ἤσουνα; Κάσ. Σῦρ. Μί μαύρισι τά σ᾿κώτιˬα μ’ ἡ -- ἄνιμους ἧ μαῦρους Κυδων. ǁ Φρ. Νὰ σὲ πάρ’ ὁ ἄνεμος ! Βιθυν. Ζάκ. Λευκ. Νὰ πάρ’ ὁ ἄνεμος τὴν ψυχή του! Δημητσάν. Νιˬ ἄρῃ ὁ ἄνεμο! (νὰ τὸν πάρῃ κτλ.) Τσακων. Ἄς πάῃ-πήγαινε ’ς τὸν ἄνεμο! Ζάκ. Ἤπ. Κῶν Λακων. Λευκ Χίος Ἄνεμος, ντέ ! (νὰ χαθῇς ἀπεμπρός μου !) Ἀρκαδ Μωρὲ ἀνέμου παλα͜ιόπραμα, ἀνέμου νέκρα! Βούρβουρ Πήγαινε κατ᾿ ἀνέμουνκόλο. Λάκων. Πήγινι ’ς τ’ ἀνέμ’ τ' μάννα! Ἤπ. Θεσσ Στερελλ Κατ’ ἀνέμου μάννα. Ἤπ. Ἄνεμος τρίς. (τρὶς νὰ σὲ πάρῃ ὁ διάβολος !) Ζάκ. Πῆε ’ς τὸν ἄνεμο! Σίφν. Τοὺν πῆρι ἡ -- ἄνιμους! Λέσβ. Ἔφαγα τὸν ἄνεμο (πολὺ) Πελοπν. Τ᾽ ἀνέμου γιˬὸς (ἐπὶ φαύλου και πονηροῦ) Φιλιππούπ. Τ’ ἀνέμ᾿ ἡ κλιˬέρα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σκῦρ. Παλαβε͜ιά κατὰ τ᾽ άνέμ᾿ τ᾽ μάννα ἢ παλαβειὰ τοῦτ' ἀνέμ’ (παλαβὴ ἐντελῶς) Θεσσ. Γυφτιά τοῦν ἀνἐμ’ (ἐπὶ πολυμελοῦς καὶ ρυπαρᾶς οἰκογενείας) αὐτόθ. Ὁ ἄνεμος ἔχει πολλὰ ποδάρια (ἐπὶ ἀπροσδοκήτων δυσχερειῶν) ΚΧατΖόπ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀποφύσημα τῶν ἐντέρων ἐξερχόμενον ἄνευ κρότου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ. ἀ.)-Λεξ. Δημητρ.: Βρόμησε τὸν τόπο ἀπὸ τοὺς ἀνέμους του Λεξ. Δημητρ. Σύρω ἄνεμον (πέρδομαι ὑποκώφως) Τραπ. ǁ Παροιμ φρ. Χωρὶς ἄνεμον ἀνεμίσεται (ἐπὶ τοῦ ἐκ μικρᾶς ἀφορμῆς φλυαροῦντος ἢ ὠφελουμένου ἢ ἐπὶ ἀκαίρου πράγματος) Κερας. ǁ Αἴνιγμ. Ἄντερό ’ναι τὸ δοξάρι, | ἄνεμος τὸ σαγιττάρι, τὴ φτέρνα σημαδεύγει | τσαὶ τὴ μύτι σου γυρεύγει (ἡ πορδὴ) Αὐλωνάρ. Συνών. φύσημα. β) ’Αέρια τῆς κοιλίας Νάξ. (’Απύρανθ.) Τὸ πρήξιμο ’φτὸ τζῆ κοιλιˬᾶς ὅλον ἄνεμος εἶναι. 3) Ρευματισμὸς ἢ νευραλγία ἢ ἐν γένει πόνος ἐκ ψύξεως προερχόμενος Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πόντ (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄνεμον ἔχω ’ς τὰ ποδάρ μ᾿ Τραπ. Ἄνεμος ἐσῆβεν ᾽ς σὸ σκούλι μ’ (εἰς τὸν γόμφον μου) Κερασ. Ἄνεμος ἔν’ τῆ ποδαρί’ μ᾽(ρευματισμὸς εἶναι ὅ,τι ἔχει τὸ πόδι μου) Κοτύωρ. Τὸ έρι μ᾽ ἔ᾿ ἄνεμον Χαλδ. Συνών ἀνεμικά (ἰδ. ἀνεμικὸς Β6), ρεματισμός Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.), ἐπών. Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA