ἀνεμοσούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοσούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμοσούρι τό, Ἤπ.-ΧΧρηστοβασ. Ξενιτ. 41-Λεξ. Βλαστ. Μ.’Εγκυκλ. Δημητρ. ἀνιμουσούρ’ Ἤπ. (Ζαγάρ. κ. ἀ.) Θεσσ. Μακεδ. ἀνιμουσιˬούρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνεμοσουρίζω ὑποχωρητικῶς.
Σημασιολογία
1) Ἰσχυρὰ πνοὴ ἀνέμου μετὰ πτώσεως χιόνος, χιονοθύελλα ἔνθ᾽ ἀν.: Μὴ βγαι’’ς ὄξου, γιˬατ’ εἶν’ ἀνιμουσούρ’ Ζαγόρ. Συνων. *ἀνεμοσούριˬαγμα, *ἀνεμοσούριγμα 1, ἀνεμόχιˬονο. β) Ἄνεμος ἰσχυρὸς ΧΧρηστοβασ ἔνθ’ἀν.-Λεξ.Βλαστ.Δημητρ. : Τ’ ἀνεμοσούρι δὲν ἄφινε οὔτε λαμπάδα οὔτε δᾳδὶ ἀναμμένο ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικὀς Β1. γ) Ἡ τοῦ ἀνέμου βοὴ Λεξ. Δημητρ. : Τῆς ρεματιˬᾶς τ᾽ ἀνεμοσούριˬα. 2) Ἡ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου συσσωρευθεῖσα χιὼν Ἤπ. Θεσσ. Συνων. *ἀνεμοσούριγμα 2, ἀνεμοστοίβαγμα. Πβ. ἀνεμοσουρά 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA