ἀνεμοταράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοταράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοταράζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 'νεμοταράζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. ταράζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Διαταράττω τὴν κανονικὴν θέσιν πραγμάτων, ἀνακατώνω, κάμνω ἄνω κάτω: ᾿Ανεμοταράζει τὰ ροῦχα μέσ᾽ ᾿ς τὸ σεdούκι ἢ ἀνεμοταράζει τὰ σεdούκιˬα. Ὅλο μας τὸ σπίτι τὸ ᾽νεμοτάραξα, μὰ δὲ dό βρῆκα τὸ δαχτυλίδι ποῦ 'χασα. Σά dο ᾿νεμοτάραξες τὸ σπίτι μου, ἐτσὰ νὰ σ’ ἀνεμοταράξῃ ἡ ἄδικη κ᾽ ἡ κακε͜ιὰ ὥρα! (καθὼς διετάραξες τὴν γαλήνην τοῦ σπιτιοῦ μου κτλ Ἀρα). Συνών. ἀνακατένω 2, ἀνακατεύω 3, ἀνακατώνω 3. 2) Προξενῶ φθορὰν εἰς τι, βλάπτω: εἴς τι, βλάπτω: Ἐδιˬάης καὶ μάζωξες τὰ φασόλιˬα κ’ ἐνεμοτάραξές τα ποῦ δὲ ξαναδένει ἀπάνω φασόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA