ἀνεμότραττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμότραττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνεμότραττα ἡ, σύνηθ. ἀνιμότραττα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ τράττα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Εἶδος δικτύου ριπτομένου εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος καὶ συρομένου ὑπὸ δύο πλοίων ἱστιοφόρων παραλλήλως πλεόντων σύνηθ. 2) Πλοῖον ἱστίοφόρον εὕχρηστον εἰς τὴν ἁλιείαν διὰ τοῦ εἰρημένου εἰδικοῦ δικτύου σύνηθ. Συνών. ἀνεμοῦσα. 3) Οἱ διὰ τῆς ἀνεμότραττας συλλαμβανόμενοι ἰχθῦς Κέρκ. : Πενήντα λεφτὰ τὰ ψάρια, πενήντα ἡ ἀνεμότραττα. Β) Μεταφ. 1) Ἄνθρωπος ἀρπακτικός, πλεονέκτης Ζάκ.: Ὁ δεῖνα εἷναι ἀνεμότραττα. 2) Ὁ τῇδε κἀκεῖσε πλανώμενος Ζάκ. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA