ἀνεμοτροχαλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοτροχαλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεμοτροχαλιˬάζω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ ρ. τροχαλιˬάζω.
Σημασιολογία
Μετακινῶ τοὺς λίθους ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν πράγματός τινος: Τὸ νοῦ σου νά χῃς! ἀτὰ π᾿ ἀνεμοτροχαλιˬάζεις νὰ μὴ βγῇ κἀνεὶς σκορπιˬός νά σὲ δαgάσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA