ἀνεμοφλογισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοφλογισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοφλογισμένος ἐπίθ. Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ φλογισμένος μετοχ. τοῦ ρ. φλογίζω.
Σημασιολογία
Ὁ φλογισθείς, ὁ βλαβεὶς ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἐπὶ φυτῶν: Βρὲ ἀνεμοφλογισμένε! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA